Λόγω των καλών επιδόσεων στη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας η ελληνική οικονομία… κατάφερε να μην σημειώσει τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη, όσον αφορά την ύφεση του β’ τριμήνου, που ήταν το τρίμηνο των lockdown. Όμως, όπως και να τη δει κανείς, η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 15,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο είναι επίδοση που αντανακλά μια σοβαρή οικονομική κρίση, κάτι βέβαια που ισχύει και για τις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Αν και βαθιά, η ύφεση ήταν εντός προβλέψεων και διαμορφώνεται στο 7,9% στο α’ εξάμηνο, ήτοι έως τον Ιούνιο. Το θέμα είναι τι θα δείξουν τα στοιχεία για τη συνέχεια αφού ο τουρισμός δεν… τράβηξε όσο περίμεναν οι πιο αισιόδοξοι με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος μειωμένων εισοδημάτων, χαμηλότερων εσόδων για το κράτος από φόρους και εισφορές και περιορισμένου τζίρου στην αγορά. Συνεπώς, η ύφεση του 15,2% δεν τρόμαξε παρά το ότι είναι ιστορικών διαστάσεων αλλά η μεγάλη ανησυχία είναι για το γ’ τρίμηνο.
Την ίδια ώρα, ιστορικών διαστάσεων ήταν και το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε το ελληνικό δημόσιο, καθώς στη δημοπρασία της Τρίτης αντλήθηκαν 2,5 δις. ευρώ με επιτόκιο 1,2%. Είναι δυνατόν να συρρικνώνεται το ΑΕΠ της χώρας κατά 15,2% αλλά οι επενδυτές να ζητούν το χαμηλότερο επιτόκιο όλων των εποχών για να μας δανείσουν;
Ένας λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η μεγάλη προστασία που προσφέρει το QE Πανδημίας της ΕΚΤ, στο οποίο συμμετέχει κατ’ εξαίρεση η Ελλάδα. Με τις πλάτες της ΕΚΤ και τη δίψα των επενδυτών σε παγκόσμια επίπεδο για υψηλές αποδόσεις (όπου υψηλές σημαίνει θετικές αποδόσεις αφού παντού βλέπουμε αρνητικά επιτόκια), το 1,2% είναι από τα πιο ελκυστικά, με γνώμονα τη σχέση ρίσκου/απόδοσης, στον κόσμο.
Ένας άλλος λόγος είναι ο απόλυτος παραλογισμός που ζούμε στις αγορές. Είναι τέτοια η ρευστότητα που διοχετεύεται στο σύστημα από τις κεντρικές τράπεζες που δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι πολλοί επενδυτές δεν ξέρουν που να επενδύσουν τα χρήματά τους.
Παράλληλα, όμως, η ελληνική οικονομία προέρχεται από μία χρονιά κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για ισχυρή ανάπτυξη και η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι εξαιτίας και της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης, η οικονομία εμφανίζει πολύ καλές προοπτικές. Ήταν τέτοια η εικόνα για την Ελλάδα στην επενδυτική κοινότητα πριν την πανδημία που δεν αποκλείεται να δανειζόμασταν με το ίδιο χαμηλό επιτόκιο ακόμα και αν δεν συμμετείχε η χώρα μας στο QE Πανδημίας.
Η αποκατάσταση της σχέσης με τις αγορές είναι μεγάλο κέρδος για τη χώρα. Αν η Ελλάδα δεν είχε κερδίσει καθόλου σε αξιοπιστία, ούτε θα συμμετείχε στο QE, ούτε θα προσέλκυε τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον ανεξάρτητα από το επιτόκιο. Πόσω μάλλον σε μία περίοδο που οι σχέσεις με την Τουρκία είναι τεταμένες ενώ οι θεσμικοί επενδυτές πάντοτε λαμβάνουν υπόψη τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Η σύγκριση δεν είναι απολύτως ενδεικτική, ωστόσο έχει την αξία του να πούμε ότι η φημισμένη για την ανάπτυξη των προηγούμενων ετών Τουρκία εμφάνισε ύφεση 9,9% στο β’ τρίμηνο, πολύ μικρότερη από την Ελλάδα. Αποτέλεσμα ήταν η τουρκική κυβέρνηση να πανηγυρίσει ότι εμφάνισε καλύτερη των προσδοκιών επίδοση και ότι η οικονομία σε λίγους μήνες θα έχει ξεπεράσει τα προβλήματα. Όμως ο Ερντογάν έχει χάσει την τελευταία διετία πολύ σε επίπεδο αξιοπιστίας και ειδικότερα όσον αφορά την οικονομική πολιτική. Έτσι οι επενδυτές απαιτούν τόκο 11 φορές μεγαλύτερο από το επιτόκιο που εξασφάλισε προχθές το ελληνικό δημόσιο, για να δανείσουν την Τουρκία.