Στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 13 μηνών υποχώρησε πριν από λίγες ημέρες το ελληνικό spread, παρά το γεγονός ότι έχει κλειδώσει η νέα αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 16 Μαρτίου και την ίδια ώρα θεωρείται δεδομένο πως θα υπάρξουν και νέες αυξήσεις, καθώς η Κριστίν Λαγκάρντ έχει απροσδόκητα εξελιχθεί σε «γεράκι».
Παράλληλα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε εκ νέου κάτω από την απόδοση του αντίστοιχου ιταλικού. Οι δύο αυτές μεταβολές αποδεικνύουν ότι οι αγορές προεξοφλούν κάποιες θετικές για την ελληνική οικονομία εξελίξεις, οι οποίες σχετίζονται τόσο με τις επερχόμενες εκλογές, όσο και με τις οικονομικές επιδόσεις των επόμενων μηνών.
Η μεταστροφή της ΕΚΤ τελευταία αφενός έχει αναγκάσει τους αναλυτές να επαναπροσδιορίσουν το ανώτατο σημείο που θα φτάσουν τα επιτόκια και αφετέρου δίνει την εντύπωση ότι είναι πιο «hawkish» από την Fed, ήτοι πιο αυστηρή στις αυξήσεις επιτοκίων που θα απαιτηθούν για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Όμως, ενώ η απόδοση του γερμανικού 10ετούς ξεπέρασε το 2,50%, επίπεδο που παραπέμπει στο μακρινό 2011, το ελληνικό 10ετές εμφανίζει απόδοση 4,41% και το ιταλικό 4,46%.
Υπενθυμίζεται ότι το spread μεταξύ ελληνικού και ιταλικού 10ετούς ήταν αρνητικό το περασμένο καλοκαίρι, όταν έπεσε η κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι και διαφαινόταν η άνοδος της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι στην εξουσία, ωστόσο στη συνέχεια τα πράγματα ηρέμησαν, η Ιταλίδα πρωθυπουργός λειτούργησε πιο συστημικά από το αναμενόμενο και η απόδοση του ιταλικού 10ετούς έπεσε ξανά κάτω από του ελληνικού.
Γιατί, λοιπόν, δεν ανεβαίνουν οι ελληνικές αποδόσεις σε αντιστοιχία με τα γερμανικά και ιταλικά ομόλογα (έως τις 167μ.β. υποχώρησε το spread); Εδώ να πούμε ότι ειδικά για το αρνητικό με την Ιταλία spread, εκτός από τους θετικούς οιωνούς για την ελληνική οικονομία, υπάρχουν και οι νέες ανησυχίες για τα οικονομικά της Ιταλίας που… βάζουν το χεράκι τους. Ανησυχίες που θα μας απασχολήσουν προσεχώς.
Η ελληνική οικονομία ήταν εξαρχής στη λίστα των χωρών της Ευρωζώνης που δεν θα βίωναν ύφεση φέτος και οι θετικές εξελίξεις στο μέτωπο του φυσικού αερίου και η εξασθένηση του πληθωρισμού επιτρέπουν ακόμη μεγαλύτερη αισιοδοξία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πεποίθηση που κυριαρχεί ότι οι εκλογές δεν θα προκαλέσουν μεγάλες επιπλοκές ή ακόμη και ανατροπές στην υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, αυξάνουν τις πιθανότητες ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο έτος.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν θέσει ως προϋποθέσεις για να δώσουν στην Ελλάδα το εισιτήριο για τα επενδυτικά σαλόνια, τη μείωση των κόκκινων δανείων, την ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ, τη μείωση του ελλείμματος, την απρόσκοπτη υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Με τα σημερινά δεδομένα, αναλυτές ξένων οίκων εκτιμούν ότι αμέσως μετά τις εκλογές και το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, η ελληνική οικονομία θα είναι απαλλαγμένη από τα βαρίδια που η ίδια η χώρα βάζει κάθε φορά που διεξάγονται βουλευτικές εκλογές, με αποτέλεσμα να επιτύχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Ήδη, οι πρώτες ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ο τουρισμός, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα δώσουν εκ νέου ώθηση στο ΑΕΠ και μένει να δούμε τον αντίκτυπο του πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων στην κατανάλωση και στα αποτελέσματα των εταιρειών.
Και κάτι ακόμη. Την ερχόμενη Παρασκευή 3 Μαρτίου είναι προγραμματισμένη η πρώτη αξιολόγηση της Scope Ratings για το ελληνικό αξιόχρεο μέσα στο 2023. Ο γερμανικός οίκος που δεν αναγνωρίζεται ακόμη από την ΕΚΤ για την επιλεξιμότητα των ομολόγων που δέχεται ως ενέχυρα, αλλά βρίσκεται σε διαδικασία αναγνώρισης, δίνει αξιολόγηση «BB+», ένα σκαλοπάτι κάτω από την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Μάλιστα, στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου, η Scope αναβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε «θετικές», που σημαίνει ότι η χώρα μας βρίσκεται στον προθάλαμο της αναβάθμισης στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στον επόμενο χρόνο.
Θα τολμήσει η Scope το μεγάλο βήμα; Οι αγορές πάντως, προεξοφλούν ήδη ότι η ελληνική οικονομία θα ξεπεράσει για τρίτη διαδοχική χρονιά τις προσδοκίες, κάτι που σημαίνει ότι μετά τη μεγάλη υποχώρηση των κόκκινων δανείων πέρσι, θα συνεχίσει φέτος να μειώνει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και είναι πολύ πιθανό να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα.
Βλέπουν και κάτι περισσότερο, ότι με την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων, η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να καλύψει μέσα στην επόμενη τριετία, το μεγαλύτερο μέρος του επενδυτικού κενού, που τόσα χρόνια την καθιστούσε ουραγό της Ευρώπης.