Τη Δευτέρα στην Αθήνα ο Μοκσοβισί. Ξανά συμμαχίες «αντίστασης» ψάχνει η κυβέρνηση

Τη Δευτέρα στην Αθήνα ο Μοκσοβισί. Ξανά συμμαχίες «αντίστασης» ψάχνει η κυβέρνηση

Του Γιάννη Σιδέρη

Την Αθήνα θα επισκεφθεί τη Δευτέρα ο Επίτροπος, αρμόδιος για τις Οικονομικές και  Δημοσιονομικές Υποθέσεις Πιέρ Μοσκοβισί.

Υποτίθεται ότι με τον πρωθυπουργό θα συζητήσουν τα «υψιπετή» για το μέλλον της Ευρώπης, τα προβλήματά της, την προοπτική της.

Ωστόσο το ουσιαστικό της συζήτησης θα είναι γειωμένο στα μίζερα ελληνικά. Εξ αυτού η κυβέρνηση προσδίδει μεγάλη σημασία στην έλευση του Ευρωπαίου επιτρόπου, καθώς ξαναβρίσκεται στη γωνία ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης. Οι δανειστές δεν δείχνουν διάθεση υποχώρησης, και η κυβέρνηση αναμένεται να συναντήσει δυσκολίες, παρ΄ όλες τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών για γρήγορη διεκπεραίωση.

Η συνάντηση θα είναι διερευνητική και για τις προθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, σε μια προσπάθεια να διαγνώσει η ελληνική πλευρά «που το πάνε», και πόσο είναι διατεθειμένοι να μας στηρίξουν.

Ψάχνει πάλι συμμαχίες

Στόχος, κατά το Μαξίμου, είναι να διαμορφώσει η κυβέρνηση ένα πλέγμα σχέσεων που θα λειτουργήσει υποβοηθητικά, έως και αμυντικά, απέναντι στην επιθετική αποφασιστικότητα των θεσμών.

Είναι μια στρατηγική  στην οποία η κυβέρνηση δεν έχει ευτυχίσει ως τώρα. Είναι η πολλοστή φορά που το επιχειρεί. Δίνει την εντύπωση ότι όλη αυτή η μεγαλοστομία περί «μετώπου των Νοτίων» (κάτι που επιχείρησε και στην τελευταία σύνοδο κορυφής, συζητώντας το με τον Ιταλό πρωθυπουργό Ρέντζι), γίνεται τελικά για εσωτερική κατανάλωση. Για να περάσει στους οπαδούς του ότι επί ΣΥΡΙΖΑ η χώρα είναι αναβαθμισμένη διεθνώς, την λαμβάνουν υπόψιν, δημιουργεί συμμαχίες και συμμετέχει σε πόλους δύναμης και πίεσης.   

Οι θεσμοί ζητούν μεταρρυθμίσεις

Όμως οι απαιτήσεις των ευρωπαίων δεν έχουν αλλάξει κατά πολύ, παρά τις αφελείς προσπάθειες της κυβέρνησης.  Και οι απαιτήσεις είναι δεδομένες: Μεταρρυθμίσεις.

Είναι χαρακτηριστική  η δήλωση του επικεφαλής  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, Πάνου Καρβούνη, ο οποίος δήλωσε: 

«Καλωσορίζουμε τη Δευτέρα στην Αθήνα τον Επίτροπο Μοσκοβισί (...). Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, απολύτως απαραίτητη είναι πλέον η προσήλωση στο τρίπτυχο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της δημοσιονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης των επενδύσεων. Άλλωστε, το ζητούμενο τώρα, και βασικό στοιχείο της δεύτερης αξιολόγησης, είναι οι μεταρρυθμίσεις να μη μείνουν απλά στο επίπεδο της υιοθέτησης, αλλά να υλοποιηθούν με στόχο την επανεκκίνηση της ανάπτυξης».

Η βόμβα  των εργασιακών

Θέμα υψηλής δυσκολίας και ιδιαίτερης εσωτερικής επικινδυνότητας για την κυβέρνηση στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, θα είναι τα εργασιακά.

Είναι δεδομένο ότι η στόχευση των δανειστών  αποσκοπεί στο να μας καταστήσει και θεσμικώς, χώρα χαμηλού εργασιακού κόστους ( στην πράξη αυτό ισχύει ήδη για τη νέα γενιά εργαζομένων).

Η κυβέρνηση επιδιώκει να εμπλακούν στα εργασιακά το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η Επιτροπή Εργασιακών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τα δύο όργανα είναι στοιχημένα στην υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και ως εκ τούτου  η κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι εν δυνάμει σύμμαχοί της στην προάσπιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στον εργασιακό νόμο και στην δημιουργία αντερεισμάτων στην ορμητική μορφή που έχουν πάρει οι ελαστικές μορφές απασχόλησης στη χώρα.

Σε αυτή την αναμενόμενη συμμαχία βασίζονται και οι λεονταρισμοί του υπουργού Εργασίας κ. Κατρούγκαλου, ότι το ΔΝΤ θα βρεθεί απομονωμένο, ενώ  η Ελλάδα δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Κυβερνητικά στελέχη προς επίρρωσιν της «σωστής» κυβερνητικής στόχευσης, αναφέρονται στο γεγονός ότι το ΔΝΤ απέτυχε στην προσπάθειά του να μειωθούν οι κύριες συντάξεις.

Το ουσιαστικό όμως που δεν απασχολεί την κυβέρνηση των «γενναίων» αντιστάσεων και των διεθνών «συμμαχιών», είναι ότι η όποια θεσμική κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, δεν είναι πανάκεια για τους εργαζόμενους. Η δημιουργία πλούτου, και η επακόλουθη δημιουργία θέσεων εργασίας, από μόνη της διευθετεί κατά πολύ τα εργασιακά θέματα. Διαφορετικά, ακόμη και τους πλέον  φιλεργατικούς νόμους να θεσπίσει, θα καταστρατηγούνται εν τη πράξει, από την ανάγκη  ευρέσεως εργασίας, που ωθεί τους εργαζόμενους να κάνουν σιωπηρώς υποχωρήσεις.

Το δεύτερο επίσης που δεν την απασχολεί,(και το θίξαμε τις προάλλες, γράφοντας για τον εργασιακό μεσαίωνα της Αριστεράς), είναι ότι πρώτιστο δεν είναι οι νόμοι, αλλά πολιτική βούληση να χτυπήσεις τα κακώς κείμενα.

Για παράδειγμα, αρκούν οι εν ενεργεία νόμοι για να χτυπήσεις την ανασφάλιστη εργασία που έχει φτάσει το τρομακτικό ποσοστό του 25% των εργαζομένων.

Δεν χρειάζονται γιαυτό πολεμικές ιαχές κατά του ΔΝΤ.

Μια ισχυρή Επιθεώρηση Εργασίας χρειάζεται, αλλά προφανώς ο αρμόδιος υπουργός, προσπαρασκευαζόμενος για πόλεμο μέχρις εσχάτων κατά του ΔΝΤ, ξέχασε αυτή τη ...μικρή λεπτομέρεια!