Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μνήμες από το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015 ξυπνούν στις ελληνικές τράπεζες, καθώς από την αρχή του έτους παρατηρείται αύξηση των «κόκκινων» δανείων αλλά και εκροές καταθέσεων. Η κατάσταση είναι οριακή και δείχνει για πολλοστή φορά τον αρνητικό αντίκτυπο που έχουν οι καθυστερήσεις κάθε αξιολόγησης στην πραγματική οικονομία.
Η χώρα δεν αντέχει ένα δεύτερο σοκ όμοιο με του 2015 και οι τράπεζες το γνωρίζουν καλά. Αυτή τη φορά οποιαδήποτε ακραία κατάσταση θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα με τις τράπεζες να βρίσκονται στη μέση του κυκλώνα. Και μπορεί οι καταθέσεις να μην μπορούν να... πετάξουν, εξαιτίας των capital controls, με το ρυθμό που το έκαναν το 2015, όμως ενδεχόμενη στάση πληρωμών από νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα απειλούσε το σημαντικότερο εγχείρημα για την αποκατάσταση της τραπεζικής πίστης.
Στο μεταξύ, η «περίεργη» επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ανάγκη ύπαρξης ενός κεφαλαιακού αποθέματος ύψους 10 δισ. ευρώ για να μπορέσουν οι τράπεζες να διαχειριστούν ταχύτερα τα «κόκκινα» δάνεια και να αντιμετωπίσουν τη χαμηλή κερδοφορία των επόμενων ετών, προκαλεί την έντονη αντίδραση του κλάδου. Χαρακτηριστική ήταν η ολομέτωπη επίθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα. Ο κ. Στουρνάρας εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ κατά του Ταμείου, χαρακτηρίζοντας αβάσιμη την εκτίμηση για τα 10 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι το μόνο που λέει το ΔΝΤ είναι ότι τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και το 50% των κεφαλαίων των τραπεζών αναλογεί στον αναβαλλόμενο φόρο και γι' αυτό χρειάζονται το «μαξιλάρι» των 10 δισ. ευρώ, χωρίς να αναλύει ποιοι παράγοντες θα έχουν κεφαλαιακή επίπτωση και γιατί. Μένει να φανεί αν οι «υποθέσεις» του Ταμείου εξυπηρετούν τη συνολική στρατηγική του στο ελληνικό ζήτημα και αποσκοπούν στην άσκηση περαιτέρω πιέσεων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Τραπεζικά στελέχη, από την πλευρά τους, σημειώνουν με νόημα ότι τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση δεν θα υπάρξει – τουλάχιστον με τη μορφή που έχουμε συνηθίσει - διότι στο καλό σενάριο οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν κεφάλαια, ενώ στο κακό οι συνθήκες θα είναι τόσο δραματικές που η έννοια της ανακεφαλαιοποίησης θα είναι... περιττή. Με άλλα λόγια, στο απευκταίο σενάριο, όλα θα είναι στον αέρα και η χώρα – όχι μόνο οι τράπεζες – θα βρεθεί αντιμέτωπη με εξαιρετικά απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Και επειδή κάθε φορά που η συζήτηση εστιάζεται στο ενδεχόμενο μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης η ανησυχία χτυπάει κόκκινο για τις καταθέσεις, από τη στιγμή που η οδηγία του bail-in βρίσκεται σε πλήρη ισχύ, καλό θα ήταν να διευκρινιστούν κάποια πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην Ευρώπη (18%), αφού η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγνωρίζει ως εποπτικά τα κεφάλαια που αναλογούν στον αναβαλλόμενο φόρο.
Αυτό σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το πρόβλημα των εγχώριων πιστωτικών ομίλων δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των κεφαλαίων αλλά με την πιθανότητα «ατυχήματος». Ή η χώρα θα επιλέξει το δρόμο της ομαλότητας και της ανάκαμψης και οι τράπεζες θα μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια, ή θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το απόλυτο χάος. Αυτή είναι η αντίληψη που επικρατεί σήμερα στις τράπεζες καθώς η παρατεταμένη αβεβαιότητα, οι διαδοχικές αναφορές στο Grexit, η στασιμότητα σε επενδυτικά πλάνα και τα μπρος-πίσω της διαπραγμάτευσης κουράζουν επενδυτές και αγορά.
Οι τράπεζες, λοιπόν, πιστεύουν ότι αν δεν υπάρξει κάποιο ατύχημα, όχι μόνο θα καταφέρουν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια αλλά θα έχουν και κεφαλαιακό όφελος. Όμως ο χρόνος τελειώνει γιατί αυτό που χρειάζεται είναι σταθερότητα, τόσο πολιτική όσο και οικονομική.
Είναι προφανές ότι αν η ελληνική οικονομία δεν ανακάμψει, οι τράπεζες δεν θα εμφανίσουν τα επόμενα χρόνια την απαιτούμενη κερδοφορία για να αντικαταστήσουν τα κεφάλαια που αναλογούν στον αναβαλλόμενο φόρο με πιο «ποιοτικά» κεφάλαια. Το κακό σενάριο, ωστόσο, είναι το ίδιο σενάριο με αυτό της δραχμής. Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι μετά την έξοδο από το ευρώ θα μιλάμε για την τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και για το ποιες καταθέσεις θα «κουρευτούν» ή για την πλήρη κατάρρευσή τους;
Είναι, επίσης, προφανές, ότι στην περίπτωση αέναης στασιμότητας, τα «κόκκινα» δάνεια δεν θα μειωθούν με τον επιθυμητό ρυθμό και οι τράπεζες θα παραμείνουν εγκλωβισμένες προσπαθώντας να παίξουν το ρόλο της «bad bank». Διότι όσες αναδιαρθρώσεις ή μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις δανείων και αν γίνουν, μόνο μέσω της ανάπτυξης, της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και την βελτίωσης του κλίματος στην πραγματική οικονομία, θα επιτευχθεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Τότε, και μόνο τότε, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν ξανά την πραγματική οικονομία.
Για την ιστορία, η συζήτηση αναφορικά με το ενδεχόμενο να χρειαστεί μία τέταρτη στη σειρά ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών άνοιξε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αμέσως μετά το τέλος της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης τον Δεκέμβριο του 2015 και συντηρείται ακόμη και σήμερα από το ίδιο το Ταμείο. Ωστόσο, το ΔΝΤ είναι αυτό που έχει υποστηρίξει στο πρόσφατο παρελθόν ότι αν οι τράπεζες εφαρμόσουν κατά γράμμα τα σχέδια αναδιάρθρωσης, βασικός πυλώνας των οποίων είναι το τριετές πλάνο μείωσης των NPEs, τότε δεν θα έχουν πρόβλημα με την κεφαλαιακά τους επάρκεια.
(Photo by Sooc)