«Θανάσιμη» στασιμότητα στην οικονομία μέχρι τις εκλογές

«Θανάσιμη» στασιμότητα στην οικονομία μέχρι τις εκλογές

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Όταν ο Αλέξης Τσίπρας συνειδητοποίησε ότι ο δρόμος προς τις ευρωεκλογές και τελικά προς τις εθνικές κάλπες θα ήταν ανηφορικός παρά την σκανδαλολογία, αποφάσισε να «πουλήσει» προεκλογικά το αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια και της ανάκαμψης. Έθεσε έτσι στόχο να αναδείξει τα όποια θετικά (έξοδος στις αγορές, αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης) και ταυτόχρονα να παγώσει τις εξελίξεις στα μέτωπα που καταστρέφουν το αφήγημα, όπως η προστασία της πρώτης κατοικίας.

Έτσι εξηγούνται οι μεγάλες καθυστερήσεις στην κατάρτιση του πλαισίου που διαδέχεται το νόμο Κατσέλη, καθώς όπως συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις την τελευταία τετραετία, η κυβέρνηση είχε στην πραγματικότητα συνθηκολογήσει πριν καν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Ο λόγος προφανής, αφού όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, η οικονομία είναι το βασικό κριτήριο με το οποίο θα ψηφίσουν οι πολίτες στις επερχόμενες εκλογές.

Όμως παρά τις απέλπιδες προσπάθειες να εμφανίσει ένα success story, το μόνο που έχει καταφέρει ο πρωθυπουργός είναι να «παγώσει» τα πάντα στην αγορά και να ικανοποιήσει μόνο – και αυτό προσωρινά - τους αποδέκτες των έκτακτων επιδομάτων.

Η προστασία της πρώτης κατοικίας είναι ενδεικτικό παράδειγμα της κυβερνητικής στρατηγικής. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ανώτερων τραπεζικών στελεχών, οι καθυστερήσεις έχουν ως αποτέλεσμα να χαθεί στην ουσία το πρώτο εξάμηνο για τις τράπεζες, σε ότι αφορά την επιθετική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως η πλατφόρμα μέσω της οποίας θα αποφασίζεται η προστασία των δανειοληπτών δεν θα είναι έτοιμη πριν τις ευρωεκλογές, ήτοι έως τα τέλη Μαΐου.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι τράπεζες χάνουν για το μεγαλύτερο μέρος του 2019 το «όπλο» των πλειστηριασμών για να εντοπίσουν περισσότερους από 60.000 στρατηγικούς κακοπληρωτές που «κρύβονται» στον παλιό νόμο Κατσέλη, αφού μέχρι να λειτουργήσει κανονικά το νέο πλαίσιο «δεν αποκλείεται να φτάσουμε στον Σεπτέμβριο», σημειώνουν με νόημα.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι δανειστές δεν κάνουν ούτε βήμα πίσω για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Πληροφορίες του liberal.gr από τη Φρανκφούρτη, αναφέρουν ότι ιδιαίτερα στην ΕΚΤ ο προβληματισμός είναι έντονος.

Ο Μάριο Ντράγκι βλέπει τις ελληνικές τράπεζες να παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα μείγμα πολιτικών σκοπιμοτήτων και στασιμότητας με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να εμφανίζουν ποσοστά «κόκκινων» δανείων άνω του 40%, όταν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο. Αυτός είναι ο λόγος που ζήτησε τον περιορισμό της περιμέτρου για τα επιχειρηματικά δάνεια καθώς πουθενά αλλού δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη από το νόμο.

Μπορεί, λοιπόν, να πάγωσαν οι διαδικασίες για την πρώτη κατοικία, όμως παράλληλα το πάγωμα στην αγορά είναι γενικευμένο, ενώ καθυστερήσεις παρατηρούνται σε όλο το φάσμα των μεταρρυθμίσεων. Από την οικονομική δραστηριότητα και την καταναλωτική δαπάνη, μέχρι το οικονομικό κλίμα, τις καταθέσεις και τις ρυθμίσεις δανείων (οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την ταχύτερη μείωση των «κόκκινων» δανείων άρα και με την επανεκκίνηση της πιστωτικής επέκτασης), ο Αλ. Τσίπρας κατάφερε για μία ακόμη φορά να πάει πίσω την οικονομία, στην προσπάθειά του να αποφύγει μία βαριά εκλογική ήττα, ενώ η παραοικονομία ξεπερνά το 20%.

Σε μία συγκυρία, μάλιστα, που όλοι συμφωνούν ότι αν η χώρα δεν κάνει… σπριντ, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε παρόμοια οικονομική στασιμότητα με την Ιταλία, εμφανίζοντας μακροχρόνια ανάπτυξη από 0% έως 1%. Δεν είναι τυχαίο ότι στο δ' τρίμηνο του 2018, Ελλάδα και Ιταλία ήταν οι μοναδικές χώρες της Ευρωζώνης που εμφάνισαν πτώση του ΑΕΠ.

Στους δύο πρώτους μήνες του 2019 οι καταθέσεις των επιχειρήσεων έχουν μειωθεί περισσότερο από 2 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με την Eurostat, ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρέμεινε αμετάβλητος τον Μάρτιο και σε επίπεδο χαμηλότερο από τους περισσότερους μήνες του 2018, υποδεικνύοντας ότι η έξοδος από τα μνημόνια δεν συνοδεύτηκε από αναπτυξιακή έκρηξη. Συνολικά στο α' τρίμηνο του 2019, ο μέσος όρος του δείκτη οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, έμεινε οριακά αμετάβλητος στις 100,7 μονάδες, από 100,8 μονάδες στο προηγούμενο τρίμηνο.

Ο μοναδικός δείκτης που… εντυπωσίασε ήταν αυτός της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος ενισχύθηκε σε υψηλό 37 μηνών λόγω των έκτακτων επιδομάτων, παρέμεινε ωστόσο σε αρνητικό έδαφος, ενώ η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση είναι «παγωμένη» εδώ και σχεδόν 2 χρόνια.

Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα κινήθηκε αρνητικά μετά το τέλος του μνημονίου. Όπως αναφέρει σε μελέτη της η Eurobank, «το εν λόγω αποτέλεσμα δύναται να ερμηνευθεί από τις καθυστερήσεις που σημειώνονται στην εφαρμογή συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και τις τρέχουσες προβλέψεις για επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης σημαντικών εμπορικών εταίρων της Ελλάδας», σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank.