Σε δύο φάσεις θα εκτυλιχτεί η στρατηγική του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για τα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε να ξεκολλήσει η Ελλάδα από την κρίση και να πετύχει πραγματικούς και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σε πρώτο χρόνο, στόχος είναι να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό το ΑΕΠ σε προ πανδημίας επίπεδα και να στηριχθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να μπει σε τροχιά η επόμενη φάση της οικονομίας. Σε δεύτερο χρόνο και από τη στιγμή που η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με 10,8% στη διετία 2021-22, όλο το βάρος θα πέσει στην αξιοποίηση του πακτωλού χρημάτων που θα εισρεύσουν στην εγχώρια αγορά.
Μέσα στα επόμενα 7 χρόνια η Ελλάδα θα λάβει ευρωπαϊκά κονδύλια συνολικού ύψους 80 δισ. ευρώ, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-27 (Επιχειρησιακά Προγράμματα ΕΣΠΑ και Πρόγραμμα Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), καθώς και από τους εναπομείναντες πόρους του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2014-2020. Και μόνο αυτή η συνθήκη είναι ικανή να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις που θα καλύψουν μεγάλο μέρος από το επενδυτικό κενό που υπολογίζεται σε 150 δισ. ευρώ και έχει γονατίσει την ελληνική οικονομία.
«Ήδη, τα πρώτα κονδύλια έχουν εισρεύσει στη χώρα, και τα πρώτα έργα υλοποιούνται», μας ενημέρωσε χθες το υπουργείο Οικονομικών, ωστόσο το θέμα είναι να υπάρξει συνέχεια και μάλιστα με τη βέλτιστη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα.
Όπως έγκαιρα είχε επισημάνει το liberal.gr, είναι εδώ και πολύ καιρό κοινή πεποίθηση των αναλυτών ξένων οίκων αλλά και εγχώριων παραγόντων, ότι η σωρευτική ανάπτυξη των ετών 2021 και 2022 θα ξεπεράσει αρκετά το 10%, με αποτέλεσμα το ελληνικό ΑΕΠ να υπερκαλύψει το χαμένο έδαφος της πανδημίας
Στη χθεσινή παρουσίαση που συνόδευε το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2022, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ανέφερε ότι η σωρευτική ανάπτυξη στη διετία 2021-2022 θα διαμορφωθεί στο 10,8%, επίπεδο που είναι 0,8% υψηλότερο από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου. Αν επιβεβαιωθεί η συγκεκριμένη πρόβλεψη τότε το ΑΕΠ στο τέλος του 2022 θα είναι κατά 1,7% μεγαλύτερο από το επίπεδο του 2019. Και κάπως έτσι θα αντισταθμιστούν, τουλάχιστον σε αριθμούς, οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Η μεγέθυνση του ΑΕΠ σε προ πανδημίας επίπεδα θα οφείλεται στην κατά 36,1% αύξηση των επενδύσεων. Είναι μία πολύ καλή αρχή όμως το θέμα είναι τι μέλλει γενέσθαι. Τι θα συμβεί στη συνέχεια και πόσο ικανή είναι η ελληνική οικονομία να παράγει πλούτο και η αύξηση επενδύσεων να γίνει… μόνιμη τάση; Σε μία οικονομία που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προέρχεται από δεκαετή κρίση, από την οποία δεν είχε προλάβει να ανακάμψει όταν ξέσπασε η πανδημία.
Σε αυτό το σημείο κρύβονται δύο σημαντικοί παράγοντες για την επόμενη ημέρα. Πρώτον, έχουμε το base effect, ότι δηλαδή είναι φυσιολογικό να επιτυγχάνουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 και το 2022 (άλλωστε κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης) διότι είναι πολύ χαμηλή η βάση σύγκρισης. Το 2020 με το οποίο συγκρίνεται η οικονομική παραγωγή του 2021 ήταν έτος των lockdown, ενώ το 2021 με το οποίο θα συγκριθεί η οικονομική παραγωγή του 2022 είχε δύο πρώτα τρίμηνα περιορισμένης δραστηριότητας, ενώ και το β’ εξάμηνο δεν είναι απολύτως φυσιολογικό. Πόσω μάλλον όταν στη διετία θα έχει δοθεί πρωτοφανής κρατική στήριξη που ξεπερνά τα 42 δισ. ευρώ σε ταμειακή βάση.
Ο άλλος παράγοντας είναι οι αντοχές της οικονομίας όταν το διεθνές περιβάλλον είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο και γεμάτο αβεβαιότητες. Ο υψηλός πληθωρισμός και κυρίως η εκτόξευση των τιμών στην ενέργεια, τα σοβαρά προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται σε γεωπολιτικό επίπεδο, όπως από τη συμφωνία AUKUS, συνθέτουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που κάνει την υπόθεση ανάπτυξη να μη μοιάζει με… περίπατο στο πάρκο.
Τι θα συμβεί λοιπόν όταν θα σταματήσουν τα μέτρα ενίσχυσης και για να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα πρέπει το ΑΕΠ να ξεπερνά περιόδους φυσιολογικής δραστηριότητας, άρα η ανάπτυξη να είναι πραγματική;
Το κόστος δανεισμού είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το Ταμείο Ανάκαμψης υπόσχεται να ενεργοποιηθούν πόροι δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ και οι μεταρρυθμίσεις που θα γίνουν θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Επομένως, η ευκαιρία είναι μπροστά μας όμως η αύξηση των επενδύσεων είναι ο άγνωστος «Χ» στην εξίσωση.