Αν κάποιος άκουγε χθες την εισαγωγική τοποθέτηση της Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου που ακολουθεί τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, θα νόμιζε ότι δεν υπάρχουν τα προβλήματα της SVB και της Credit Suisse. Το μόνο θέμα που μας απασχολεί ως Ευρωζώνη είναι ο πληθωρισμός και η καταπολέμησή του, χωρίς μάλιστα να μας νοιάζει αν η ανάπτυξη θα δεχθεί πλήγμα. Λες και ζουν σε άλλο κόσμο στη Φρανκφούρτη και δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες στις αγορές.
Όμως στη συνέχεια η Λαγκάρντ φρόντισε να επικοινωνήσει το δικό της «whatever it takes». Η επικεφαλής της ΕΚΤ καθησύχασε τις αγορές για την κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών και δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι χρειαστεί για να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Το πρόβλημα είναι ότι χρειάστηκε περίπου μία ώρα ερωτήσεων για να πει η Λαγκάρντ ότι «στην Ευρώπη έχουμε ισχυρή εποπτεία, ισχυρή ρευστότητα και ισχυρά κεφάλαια».
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτό που δεν έχουν καταλάβει για πολλοστή φορά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, είναι ότι είναι πολύ πιθανό οι αγορές να δοκιμάσουν τις αντοχές των κεντρικών τραπεζών, μέχρι να τις πείσουν να αλλάξουν ρότα στο θέμα των επιτοκίων. Η ΕΚΤ αύξησε εντέλει τα επιτόκια, υπό τις συνεχιζόμενες πιέσεις του γερμανικού λόμπι, αλλά απέσυρε από τη ρητορική της κάθε αναφορά σε μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων, το γνωστό «forward guidance». Εκεί, λοιπόν, που Γερμανία και Ολλανδία ήθελαν να κάνουν την ΕΚΤ πολύ πιο «hawkish» από τη Fed, μία κεντρική τράπεζα δηλαδή που θα προαναγγέλλει την επιθετική της πολιτική για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και δεν θα φοβάται μήπως προκαλέσει ύφεση, η κρίση των τελευταίων ημερών ανέτρεψε το σκηνικό.
Η αντίδραση των χρηματιστηρίων δείχνει ότι οι επενδυτές εξέλαβαν τη στάση της ΕΚΤ ως «dovish» με αποτέλεσμα πλέον να προεξοφλούν ότι το τελικό επιτόκιο καταθέσεων θα φτάσει αντί για το 4%, στο 3% ή 3,25%. Και αυτή βέβαια είναι μία παρακινδυνευμένη πρόβλεψη γιατί αν περάσει η μπόρα της Credit Suisse, οι γερμανικές πιέσεις θα επανέλθουν. Εξάλλου, για να τα λέμε όλα, οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό που αναφέρουν ότι τόσο ο γενικός δείκτης όσο και ο δομικός πληθωρισμός, θα παραμείνουν πάνω από το 2% έως το 2025, συνεπάγονται ότι τα επιτόκια θα ακολουθήσουν το μονοπάτι που θέλει το γερμανικό λόμπι. Ίδωμεν…
Η ΕΚΤ αποφάσισε για ακόμη μία φορά όσο είναι η Λαγκάρντ επικεφαλής, να πάρει τον μεσαίο δρόμο. Αν δεν υπήρχαν οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων, η Λαγκάρντ θα είχε περάσει τη γραμμή των «γερακιών» ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για περισσότερο και ότι χρειάζεται επιθετικές κινήσεις αλλά ταυτόχρονα και τη γραμμή των «περιστεριών» ότι δεν χρειάζεται forward guidance λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που προκαλούν οι αναταράξεις με επίκεντρο την Credit Suisse.
Με άλλα λόγια, την ώρα που ο κόσμος καίγεται, ήτοι προσπαθεί να καταλάβει αν ζούμε μία επανάληψη του 2008, με το ελβετικό μεγαθήριο Credit Suisse να δέχεται ένεση ρευστότητας 50 δισ. ελβετικών φράγκων, η οποία σύμφωνα με την JPMorgan δεν αρκεί, η ΕΚΤ μας ενημερώνει ότι ο πληθωρισμός «θα παραμείνει υψηλός για περισσότερο». Όταν, μάλιστα, υπάρχουν νέες μελέτες που δείχνουν ότι με τα σημερινά δεδομένα ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει απότομα μέσα στους επόμενους μήνες και θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ταχύτερα απ’ ότι αναμενόταν.
Για την πιθανότητα περαιτέρω αναταράξεων, η Λαγκάρντ αρκέστηκε να πει ότι δεν είμαστε σε κρίση και ότι έχει πλήρη εμπιστοσύνη στη δημιουργικότητα των τεχνοκρατών της ΕΚΤ, αν χρειαστεί να παρέμβει η κεντρική τράπεζα για να διασφαλίσει την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι ένα άλλου είδους «whatever it takes» το οποίο όμως δεν ακούγεται το ίδιο ξεκάθαρα με αυτό του Ντράγκι, που ίσως άλλαξε την ιστορία της Ευρωζώνης το καλοκαίρι του 2012.
«Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες αναταράξεις στις αγορές και είναι έτοιμο να αντιδράσει όπως χρειαστεί για να διασφαλίσει την σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», αναφέρει η ΕΚΤ, για να προσθέσει ότι ο τραπεζικός κλάδος της Ευρώπης είναι ανθεκτικός, με ισχυρή ρευστότητα και κεφαλαιακή θέση.
Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ είναι διαιρεμένο, κάτι που βέβαια δεν επιβεβαίωσε η Λαγκάρντ. Η επόμενη μάχη θα δοθεί στις 4 Μαΐου όταν είναι πολύ πιθανό να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις των υποθέσεων των τριών αμερικανικών τραπεζών και της Credit Suisse.