Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η πρωτοφανής συρρίκνωση του ελληνικού τραπεζικού κλάδου την τελευταία πενταετία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός υπερσυγκεντρωμένου τραπεζικού συστήματος με τέσσερις συστημικούς πιστωτικούς ομίλους. Οι υφιστάμενες τράπεζες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη γιατί η ποιότητα των ισολογισμών τους επιβαρύνεται σημαντικά από τα «κόκκινα» δάνεια και οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν.
Όσο τα προβληματικά δάνεια διατηρούνται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα, τόσο καθυστερεί η απελευθέρωση κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Εύλογα, λοιπόν, πολλοί «βλέπουν» λύση στη δημιουργία νέων τραπεζών.
Όμως οι τραπεζικές άδειες στην Ελλάδα έχουν... εξαντληθεί, καθώς την «τελευταία» κατείχε η Credicom, θυγατρική της Credit Agricole, η οποία μετεξελίσσεται και προτίθεται να εστιάσει στην αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Οι Θεσμοί, έχουν αποκλείσει, μέχρι νεωτέρας, την έγκριση νέων αδειών, με αποτέλεσμα να βλέπουμε κινήσεις όπως η είσοδος του Μιχάλη Σάλλα στην Παγκρήτια με στόχο τη μετεξέλιξή της σε ένα σύγχρονο πιστωτικό ίδρυμα.
Σε πρόσφατη μελέτη της, η PwC προτείνει την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του εγχώριου τραπεζικού κλάδου για να διευκολυνθεί η ενίσχυση της ανάκαμψης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο συμβουλευτικός οίκος εκτιμά ότι η «γέννηση» νέων τραπεζών στη χώρα μας θα ενισχύσει τον υγιή ανταγωνισμό προς όφελος των πελατών. Θα διευρύνει, παράλληλα, τη χρηματοδότηση τους, θα προσελκύσει κεφάλαια, θα βελτιώσει την τεχνολογία και την καινοτομία και θα προσφέρει υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στους καταθέτες.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο περιορίζεται σήμερα στη διαχείριση «κόκκινων» δανείων, κάτι που αναμένεται να αλλάξει όταν... πιστοποιηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Αφού περιοριστεί το πρόβλημα με τα «κόκκινα» δάνεια, προτεραιότητα πώλησης θα έχουν οι συμμετοχές του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες – κυρίως στην Εθνική και στην Τρ. Πειραιώς – και εν συνεχεία δεν αποκλείεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο να «ανοίξει» η αγορά. Για να δούμε, όμως, να γεννιέται μία τράπεζα από την αρχή μάλλον θα περάσουν χρόνια και αφού πρώτα ο κλάδος θα έχει ανακάμψει ουσιαστικά.
Γενικότερα, η PwC παραθέτει τέσσερις βασικούς άξονες στους οποίους θα πρέπει να κινηθεί ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος για να ανακάμψουν οι καταθέσεις και να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης, οι τράπεζες καλούνται να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές, αν θέλουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη.
Αναμφίβολα, ο κυριότερος άξονας είναι αυτός της απομάκρυνσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs), ώστε η διοίκηση να εστιάσει αποκλειστικά στις τραπεζικές εργασίες. Όπως υπογραμμίζει ο οίκος, η αποτελεσματική διαχείριση των NPEs θα μπορούσε να γίνει εκτός τραπεζικού συστήματος, οδηγώντας σε αύξηση της πιστοληπτικής διαβάθμισης των τραπεζών από τους οίκους αξιολόγησης.
Ωστόσο, για να γίνει η διαχείριση εκτός τραπεζικού συστήματος θα πρέπει οι τράπεζες να πουλήσουν τα δάνεια σε μία εποχή που οι τιμές που προσφέρονται στις αγορές είναι απαγορευτικές, ενώ οι προσπάθειες για μία λειτουργική αγορά NPLs έχουν μέχρι στιγμής... πέσει στο κενό. Επιπλέον, η λύση της κεντρικής bad bank έχει αποκλειστεί και οι συζητήσεις για μία πανευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είναι εξαιρετικά πρώιμες, σε σημείο που ουδείς μπορεί να ποντάρει σε μία τέτοια πρωτοβουλία.
Εκτός από τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία σήμερα έχουν μπει σε μία τροχιά, με βάση το τριετές πλάνο μείωσης που έχει συμφωνηθεί με τον SSM, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις προοπτικές των τραπεζών.
Σύμφωνα με την PwC, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός κεντρικού μηχανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (credit rating) των επιχειρήσεων, παράλληλα με τη δημιουργία προϋποθέσεων συλλογής και επεξεργασίας στοιχείων αξιολόγησης ρίσκου των επιχειρήσεων, ειδικότερα αυτών που δεν έχουν υποχρέωση δημοσίευσης βασικών οικονομικών μεγεθών.
Σε αυτή την προσπάθεια αναμένεται να βοηθήσει η αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, η οποία διενεργείται στο πλαίσιο του τριετούς πλάνου μείωσης των NPEs. Στο πλάνο υπάρχει συγκεκριμένος στόχος που εξετάζει το ποσοστό των ενεργών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για τις οποίες έχει διενεργηθεί ανάλυση βιωσιμότητας τους τελευταίους δώδεκα μήνες.
Οι τράπεζες, μάλιστα, στοχεύουν στη βελτίωση τους στο συγκεκριμένο πεδίο, μέσω της αύξησης του ποσοστού των επιχειρήσεων για τις οποίες διενεργείται ανάλυση βιωσιμότητας στο 80%-97% το 2019, έτσι ώστε να βελτιωθούν αντίστοιχα και οι προσφερόμενες λύσεις ρύθμισης. Αν όλα κυλήσουν ομαλά και το τριετές πλάνο τρέξει χωρίς απρόοπτα, τότε σε βάθος χρόνου οι τράπεζες θα έχουν ξεκάθαρη εικόνα για το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η πιστοδοτική τους πολιτική. Ο χρόνος, βέβαια, πιέζει και οι τράπεζες πρέπει αφενός να εμφανίσουν αποτελέσματα και αφετέρου να δώσουν νέα δάνεια, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Τέλος, εκτιμάται ότι ο τραπεζικός τομέας θα πρέπει να ανασχεδιαστεί ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός και ευέλικτος, ακολουθώντας την εξελικτική πορεία του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού τοπίου. Σήμερα, ο εκσυγχρονισμός των τραπεζών, τουλάχιστον σε επίπεδο ενσωμάτωσης της ψηφιακής τεχνολογίας γίνεται με ταχύτατους ρυθμούς και σε ορισμένα σημεία έχουν ήδη φτάσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Παρ'' όλα αυτά, η γενικότερη λειτουργία τους επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το εκρηκτικό μείγμα υπέρογκων «κόκκινων» δανείων, έλλειψης καταθέσεων και ευέλικτων χρηματοδοτικών πηγών.