Του Γιώργου Φιντικάκη
Χαμηλότερες αξίες κατά 64% στο χρηματιστήριο απ' ότι το 2009, μειωμένες τιμές ακινήτων κατά 45%, υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία, υπερπροσφορά φθηνού καταρτισμένου δυναμικού, αυτή είναι η σημερινή εικόνα της Ελλάδας.
Κι όμως, η ανταπόκριση των επενδυτών, δεν έχει την ένταση που θα έπρεπε για μια οικονομία που ανακάμπτει μετά τόσο μακρά και βαθιά απώλεια εισοδήματος.
Τα δύο αυτά πρόσωπα της ελληνικής οικονομίας περιέγραψε μιλώντας στο συνέδριο του Economist στο Βερολίνο, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας.
Διότι όπως είπε, υπάρχει παράλληλα και η άλλη εικόνα. Τα προβλήματα που δημιουργούν η γραφειοκρατία, οι διαδικασίες αδειοδότησης και χωροθέτησης, η πολύ υψηλή, γεμάτη ασάφειες και απρόβλεπτη φορολογία.
Έπειτα, είναι η ακόμα μεγαλύτερη εικόνα. Η βαθιά υπερφορολόγηση της εργασίας και της παραγωγής, η περιορισμένη και ακριβή πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις, το τεράστιο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το μικρό μέγεθος του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με το κράτος, και τα μικρά επιχειρηματικά μεγέθη, που κρατούν χαμηλά την παραγωγικότητα της οικονομίας, σε συνδυασμό με το μεγάλο ψηφιακό έλλειμμα.
Είναι επίσης η τάση γήρανσης του πληθυσμού, οι υψηλές συνταξιοδοτικές δαπάνες, ότι παρά τους πολύ μειωμένους μισθούς, τα επίπεδα απασχόλησης στη χώρα παραμένουν πολύ χαμηλά ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αντικινήτρων στην εργασία, όπως οι πολύ υψηλές εργοδοτικές εισφορές.
Το αρνητικό αυτό πρόσωπο της Ελλάδας αντανακλάται στη τεράστια επενδυτική υστέρηση και συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου, και τη μαζική αποεπένδυση τα προηγούμενα χρόνια, που ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ.
Στο πάνελ του ίδιου συνεδρίου, όπου συμμετείχε και ο Πρόεδρος των Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), Dieter Kempf, ο κ. Φέσσας παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι γερμανικές άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας έχουν αυξηθεί από 11,5% το 2009 σε 22% το 2017. Σαν αποτέλεσμα κατέχουν σήμερα το μεγαλύτερο μερίδιο σχετικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελληνική οικονομία.
Αντίστοιχα καλή είναι και η πορεία των ελληνικών εξαγωγών προς τη γερμανική αγορά, οι οποίες έχουν αυξηθεί στα 2 δισ. ευρώ το 2017 με σημαντικότερες κατηγορίες τα τρόφιμα (600 εκ. ευρώ), τα βιομηχανικά και τα χημικά προϊόντα (370 εκ. ευρώ και 320 εκ. ευρώ αντίστοιχα) και ζήτησε τη βελτίωση της πρόσβασης των ελληνικών επιχειρήσεων στη γερμανική αγορά, με στόχο την περαιτέρω διείσδυση και ανάπτυξη των επιχειρηματικών συνεργασιών.