Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να ελπίζει σε μία «γενναιόδωρη» λύση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, εν τω μέσω προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία, η ένταξη της χώρας στο QE έγινε το νέο... άγιο δισκοπότηρο της διαπραγμάτευσης, αντικαθιστώντας την «οριστική λύση για το χρέος».
Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά συζητά για το χρέος αλλά στο μυαλό της έχει περισσότερο τις τεχνικές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να «ξεκλειδώσουν» την αγορά ελληνικών τίτλων από την ΕΚΤ. Διότι στην πράξη τα μέτρα για το χρέος έχουν μελλοντική κυρίως χρήση, εκτός και αν μπορούσαμε να επιτύχουμε ένα σοβαρό «κούρεμα» το οποίο θα είχε από τώρα αντίκτυπο. Στον αντίποδα, οι θετικές επιπτώσεις από την ένταξη στο QE θεωρούνται επαρκείς για να στηρίξουν άμεσα ένα αφήγημα με επίκεντρο την ανάκαμψη και την επιστροφή στις αγορές πριν την ολοκλήρωση του μνημονίου το καλοκαίρι του 2018.
Κατά συνέπεια, πολιτικά, το QE έχει σήμερα μεγαλύτερη αξία από κάποια μέτρα για το χρέος τα οποία δεν θα ενθουσιάζουν. Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, τα μηνύματα από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη μόνο καθησυχαστικά δεν είναι. Το περίεργο είναι πως μόλις ήρθαν στην επιφάνεια διαρροές ή εκτιμήσεις που ανέφεραν ότι η Ελλάδα χάνει το QE, η κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία του. Τελικά, είναι σημαντική η ένταξη στο πρόγραμμα και πόσο μπορεί να συμβάλλει στην έξοδο από την κρίση;
Οι απόψεις για τη χρησιμότητά του διίστανται και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά από τη στιγμή που ο καθένας το βλέπει από τη σκοπιά που τον εξυπηρετεί. Άλλωστε και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν διαφωνίες για το πόσο βοήθησε και το πότε θα πρέπει να τερματιστεί. Εδώ και αρκετό καιρό, η γερμανική πλευρά ζητά επίμονα τη λήξη του την ώρα που ο Mario Draghi προσπαθεί να το διατηρήσει σε ισχύ με... νύχια και με δόντια.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, από τη μία πλευρά είναι όσοι υποστηρίζουν ότι δεν θα κάνει τη διαφορά καθώς τα ποσά που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ δεν είναι μεγάλα. Οι ίδιοι δεν το θεωρούν κρίσιμο και για να ενισχύσουν τη θέση τους, χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Κύπρου η οποία μετά τη λήξη του μνημονίου βγήκε στις αγορές, απολαμβάνοντας μάλιστα πολύ χαμηλά επιτόκια, χωρίς να έχει ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση.
Στον αντίποδα είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν είναι Κύπρος και ότι μετά από τόσα χρόνια κρίσης χρειάζεται την ψυχολογική ώθηση που θα δώσει μία τέτοια κίνηση από πλευράς ΕΚΤ. Διότι η ένταξη των ελληνικών τίτλων στις πράξεις της ΕΚΤ σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας επιστροφής στην κανονικότητα και κατά συνέπεια μπορεί να συμβάλλει στην οικοδόμηση της απαιτούμενης αξιοπιστίας για να βγούμε στις αγορές. Όλα αυτά, βέβαια, στη θεωρία, γιατί στην πράξη αν η ελληνική οικονομία δεν εμφανίσει σημάδια πραγματικής ανάκαμψης, καμία ποσοτική χαλάρωση δεν τη σώζει.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εφαρμόστηκε για να τονώσει την ανάπτυξη και να ξεκολλήσει τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη. Όπως είναι γνωστό, η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα ύψους 60 δισ. ευρώ το μήνα έως τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Δεν αγοράζει όμως ελληνικούς τίτλους με την αιτιολογία ότι το ελληνικό χρέος θεωρείται μη βιώσιμο.
Ο παράγοντας της «βιωσιμότητας» αποτελεί το σημείο τριβής μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων, καθιστώντας περισσότερο πολιτική – και όχι ξεκάθαρα τεχνική – την απόφαση της ΕΚΤ. Γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Έλληνας πρωθυπουργός συνεχίζει να ποντάρει σε μία πολιτική λύση στη Σύνοδο Κορυφής στις 22 Ιουνίου, από τη στιγμή που βλέπει πως όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές έχουν τους δικούς τους λόγους να μεταθέσουν στο μέλλον «δύσκολες» αποφάσεις, όπως θεωρείται μία νέα ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Ο Draghi από την πλευρά του χρησιμοποιεί τους τελευταίους μήνες μία ρητορική που του επιτρέπει να κρατάει αποστάσεις και να ελιχθεί στο μέλλον, ανάλογα με την κατάληξη των διαπραγματεύσεων σε πολιτικό επίπεδο. Όσοι άκουσαν την προηγούμενο εβδομάδα τον Ιταλό να μιλάει στο Ευρωκοινοβούλιο, κατάλαβαν ότι η βιωσιμότητα είναι μάλλον μία έννοια σχετική. Στο παρελθόν δε, ο πρόεδρος της ΕΚΤ έχει δηλώσει πως τα μέτρα για το χρέος φυσικά και θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, αλλά δεν θα είναι ο μοναδικός παράγοντας που θα κρίνει την «ετυμηγορία» της κεντρικής τράπεζας.
Όπως και να'' χει, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν και πιστεύουν ότι η φόρμουλα που θα δώσει στην Ελλάδα το εισιτήριο για το QE περνάει μέσα από τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα. Για μία ακόμη φορά η Ελλάδα βρίσκεται στριμωγμένη στα σχοινιά γιατί οι προτεραιότητες στην Ευρώπη είναι άλλες. Πάντως, κοινοτικές πηγές σημειώνουν με νόημα ότι αν η δεύτερη αξιολόγηση είχε κλείσει τον περασμένο Δεκέμβριο, ή έστω στις αρχές του 2017, τότε ήδη η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα όποια οφέλη – πολιτικά, οικονομικά ή... ψυχολογικά – του QE.