Τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα το τετράμηνο Δεκεμβρίου - Μαρτίου

Τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα το τετράμηνο Δεκεμβρίου - Μαρτίου

«Tο χαλί θα τραβηχτεί από μόνο του χωρίς έξωθεν προσπάθεια» από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν εκμεταλλευτεί το παράθυρο ευκαιρίας των επόμενων 90 ημερών και αναζητήσει αφορμές για καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις.

Του Βασίλη Γεώργα

Ως τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας για να διευκολυνθεί πολιτικά από τους Ευρωπαίους δανειστές ο δρόμος επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές θεωρείται από κορυφαίους αξιωματούχους των Θεσμών η περίοδος Δεκεμβρίου - Μαρτίου.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που επικρατούν στις Βρυξέλλες, στη Φραγκφούρτη και στην Ουάσιγκτον, το τετράμηνο αυτό κρίνεται επαρκές για να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, αλλά το σημαντικότερο είναι πως θεωρείται «νεκρός χρόνος» πριν μπουν οι Γερμανοί στο σκληρό σκέλος της προεκλογικής περιόδου για την αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου. Αυτό σημαίνει ότι θεωρητικά το αργότερο μέχρι τον Μάρτιο, αλλά πρακτικά μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους, υπάρχουν χρονικά και πολιτικά περιθώρια για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και να γίνουν οι αναγκαίοι «συμβιβασμοί» μεταξύ Βερολίνου και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφορικά με τον χειρισμό του ελληνικού χρέους. Στόχος είναι να υπάρξει θετική έκθεση βιωσιμότητας από το Ταμείο, και ακολούθως να διευκολυνθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), το οποίο αναμένεται ότι θα επεκταθεί πολύ πέραν του Μαρτίου.

Τελεσίγραφο

«Ο Μάρτιος σημαίνει τέλος χρόνου. Όλοι ελπίζουν ότι θα υπάρχουν αποφάσεις πολύ νωρίτερα, ίσως μέχρι τον Ιανουάριο. Από εκεί και μετά θα παγώσουν όλα και θα κλείσει και η τελευταία χαραμάδα εξεύρεσης λύσης για την Ελλάδα λόγω των γερμανικών εκλογών και των εσωτερικών ισορροπιών που θα πρέπει να τηρηθούν», είναι η εκτίμηση που μεταφέρει στο Liberal αξιόπιστος συνομιλητής με βαθιά γνώση των όσων τεκταίνονται αυτήν την περίοδο στην Ευρώπη. Η τελεσιγραφικού χαρακτήρα προειδοποίηση έχει ήδη σταλεί στην ελληνική κυβέρνηση υπό τη μορφή της «απειλής» ενεργοποίησης του Σχεδίου Schauble στην περίπτωση που χαθεί το ορόσημο μιας συμφωνίας στο προσεχές τρίμηνο, καθώς αυτό θα σημάνει ότι θα τιναχτεί στον αέρια όλος ο σχεδιασμός που γίνεται για την πρόσβαση στις αγορές από το 2018.

Η ανάλυση αυτή πάντως βασίζεται στο καλό σενάριο και δεν «ενσωματώνει» το τεχνικό σκέλος των διαπραγματεύσεων. Ήτοι ούτε τη δεύτερη αξιολόγηση –η γρήγορη ολοκλήρωση της οποίας θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για να ληφθούν οι υπόλοιπες αποφάσεις–, ούτε το περιεχόμενο των προτάσεων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), που αποτελούν τη βάση της συζήτησης με το ΔΝΤ, ενώ δεν περιλαμβάνει επίσης ούτε την υπόθεση πολιτικών εξελίξεων στην χώρα λόγω ενδεχόμενης αδυναμίας της κυβέρνησης να διεκπεραιώσει τη διαπραγμάτευση.

Η ίδια πηγή, ερωτώμενη αν η κλιμάκωση των πιέσεων που καταγράφεται τις δύο τελευταίες εβδομάδες προς την Αθήνα ερμηνεύεται ως μια προειδοποίηση για απόσυρση της εμπιστοσύνης στην παρούσα κυβέρνηση, απαντά σιβυλλικά πως «το χαλί θα τραβηχτεί από μόνο του χωρίς έξωθεν προσπάθεια» από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν εκμεταλλευτεί το παράθυρο ευκαιρίας των επόμενων 90 ημερών και αναζητήσει αφορμές για καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις. Άλλες πηγές απέδιδαν την όξυνση της έντασης στην προσπάθεια των δανειστών να περιοριστούν οι απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς όπως αυτές εκδηλώθηκαν παρασκηνιακά κατά τη Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον και εν συνεχεία στις Βρυξέλλες, πριν ξεκινήσει η δεύτερη αξιολόγηση.

Προσδοκίες για μεσοπρόθεσμα μέτρα υπό όρους

Παρότι δεν υπάρχουν ακόμη εμφανείς ενδείξεις για οποιασδήποτε μορφής σύγκλιση στις διαφωνίες μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ αναφορικά με τον χρόνο προσδιορισμού των παρεμβάσεων στο χρέος, η εκτίμηση που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στις τάξεις των δανειστών είναι πως η τελική συμφωνία θα περιλαμβάνει τελικά και «μεσοπρόθεσμα μέτρα».

Ο όρος σε κάθε περίπτωση θα είναι ότι όποια μέτρα αποφασιστούν τώρα πέραν των βραχυπρόθεσμων θα εφαρμοστούν «αν χρειαστεί» μετά το 2018, όπως αποτυπώνεται και στο ανακοινωθέν του Eurogroup της 25ης Μαΐου.

Ούτως ή άλλως η όλη συζήτηση που αφορά στο ελληνικό χρέος έχει καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία περιέγραψε προχθές και ο γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Kalin Anev Janse, επισημαίνοντας πως η επεξεργασία των μέτρων είναι μια πολιτική διαδικασία η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς ο ESM πρέπει να λάβει υπόψη του τις διαφορετικές προτιμήσεις μεταξύ των μετόχων του.

Δεδομένου ότι είναι κοινή επιδίωξη των δανειστών, συμπεριλαμβανομένου και του Βερολίνου, να δείξουν ότι το πρόγραμμα «βγαίνει» και η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά «επιστροφής στις αγορές», όλες οι πλευρές του τραπεζιού αντιλαμβάνονται ότι χωρίς μια λύση μέχρι τις αρχές του 2017 δεν είναι σε καμία περίπτωση εφικτή ούτε η θετική έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ούτε μια θετική απόφαση ένταξης της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωζώνης ώστε να διευκολυνθεί η απευθείας χρηματοδότηση από τις αγορές το 2018.

Η λύση αυτή θα πρέπει να «διασφαλίζει» τουλάχιστον σε ορίζοντα δεκαετίας την αποπληρωμή των νέων δανείων που θα χορηγήσει το ΔΝΤ εφόσον μετάσχει στο πρόγραμμα, επίσης των χρημάτων που θα δαπανήσει η ΕΚΤ για αγορές ομολόγων και την «ασφάλεια» των επενδυτικών κεφαλαίων που θα τοποθετηθούν στην Ελλάδα.

Η αβεβαιότητα παραμένει ισχυρή

Στόχος, σε κάθε περίπτωση, είναι η Ελλάδα να βγει στις κεφαλαιαγορές του χρόνου το καλοκαίρι. Αλλά για την ώρα απουσιάζουν τα κατάλληλα «εργαλεία» που θα κάνουν εφικτή αυτήν την προσπάθεια. Η αβεβαιότητα παραμένει ισχυρή και αποτυπώνεται τόσο στην απόδοση του δεκαετούς ομολόγου που παραμένει σταθερά πάνω από το 8,4% τους τελευταίους μήνες, καθώς οι επενδυτές κρατούν χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών τους, όσο και στη δυσκολία μεγάλων επιχειρήσεων να βγουν με δικές τους εκδόσεις εταιρικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές προκειμένου να μειώσουν το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους.