Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ο κύβος ερρίφθη. Υπό την ασφυκτική πίεση του Ντόναλντ Τραμπ λόγω των προεδρικών εκλογών του 2020, των δεδομένων φόβων για γενικευμένο εμπορικό πόλεμο και των άλυτων προβλημάτων στην ευρωπαϊκή οικονομία, οι κεντρικές τράπεζες αλλάζουν ρότα και θα συνεχίσουν να συντηρούν την άπλετη ρευστότητα στο σύστημα. Η αμερικανική Fed δεν αποκλείεται να επιστρέψει στις μειώσεις επιτοκίων ακόμη και τον Ιούλιο, ενώ στην ΕΚΤ αυξάνονται οι φωνές που θέλουν την επαναφορά της ποσοτικής χαλάρωσης.
Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένα ιδιαίτερο κλίμα στις διεθνείς αγορές το οποίο η Ελλάδα πρέπει να δει ως μία μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάσει και βασικότερος στόχος θα πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη αναβάθμιση του ελληνικού δημοσίου. Από τις 7 Ιουλίου και μετά η χώρα μας μπορεί να επιταχύνει τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη και όχι να τινάξει τα πάντα στον αέρα όπως στο πρώτο εξάμηνο του 2015.
Κρατούσαμε μία φορά… ομπρέλα όταν η ΕΚΤ έβρεχε ρευστότητα και τώρα είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία να αφήσουμε πίσω μας την κρίση και να δούμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Είναι τέτοια η συγκυρία που σε ένα όχι απίθανο σενάριο η Ελλάδα θα μπορούσε μέσα στο 2020 να ενταχθεί στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ και να δει τα επιτόκια δανεισμού να διαμορφώνονται σε επίπεδα που πριν από λίγο καιρό δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε.
Επιπλέον, τα επενδυτικά κεφάλαια που αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις είναι βέβαιο ότι θα κοιτάξουν τους ελληνικούς τίτλους και την ελληνική αγορά γενικότερα, υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δείξει σοβαρότητα και αξιοπιστία.
Είναι τόσο επιθετικές οι εισροές κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων που στην συντριπτική τους πλειονότητα οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης εμφανίζουν αρνητικές αποδόσεις στα ομόλογα διάρκειας 5 ετών, ενώ όλες οι χώρες δανείζονται στη δεκαετία με επιτόκιο χαμηλότερο του 1% - με εξαίρεση την Ελλάδα και την Ιταλία – και χώρες εκτός ευρώ, όπως η Βουλγαρία (!), βλέπουν τις αποδόσεις να πλησιάζουν στο μηδέν.
Μόνο μέσα σε δύο εβδομάδες από τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου έχει υποχωρήσει σε ποσοστό άνω του 17%, με αποτέλεσμα το spread με το γερμανικό 10ετές να αγγίζει ιστορικά χαμηλά, υποδεικνύοντας ότι η προοπτική εφαρμογής φιλικότερων προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη πολιτικών μπορεί να αλλάξει άρδην τα δεδομένα για την ελληνική οικονομία.
Αποδεικνύεται επίσης το πραγματικό κόστος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της περήφανης διαπραγμάτευσης. Ανεξάρτητα από το κόστος του τρίτου μνημονίου, της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, τις καθυστερήσεις και τις παλινωδίες, η χώρα έχασε 4 ολόκληρα χρόνια κανονικότητας αφού το πιθανότερο είναι σήμερα να μπορούσαμε κι εμείς να δανειζόμαστε με πολύ χαμηλά ακόμη και με αρνητικά επιτόκια.
Και αυτό γιατί η ΕΚΤ έριξε στην αγορά 2,6 τρισ. ευρώ σε σχεδόν 4 χρόνια, φουσκώνοντας τον ισολογισμό της στα 4,65 τρισ. ευρώ, αγοράζοντας κυρίως κρατικά αλλά και εταιρικά ομόλογα. Ήταν τέτοια η ένταση της «καταιγίδας» ρευστότητας που ισοδυναμούσε με 1,3 εκατ. ευρώ το λεπτό και αντιστοιχούσε σχεδόν σε 7.600 ευρώ για κάθε πολίτη της Ευρωζώνης.
Όμως ο πληθωρισμός δεν λέει να κρατηθεί κοντά στο 2%, η ανάπτυξη έχει χάσει τη δυναμική προηγούμενων ετών ενώ άλλες εστίες αβεβαιότητας όπως ο εμπορικός πόλεμος, το Brexit και τα… καμώματα της Ιταλίας ασκούν πιέσεις στην ΕΚΤ. Αν και είναι δύσκολο να ξαναδούμε τις κάνουλες να ανοίγουν με τον ίδιο ρυθμό και μόνο η διατήρηση των συνθηκών ρευστότητας στα τρέχοντα επίπεδα αρκούν για να βιώσει η Ελλάδα την επενδυτική έκρηξη που χρειάζεται, πάντα βέβαια υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Η απόδοση του 10ετούς διατηρείται από την 31η Μαΐου κάτω από το 3% και αν η επόμενη κυβέρνηση καταφέρει από νωρίς να αποφύγει τις νάρκες που αφήνει η υφιστάμενη κυβέρνηση, όλα είναι πιθανά. Πόσο μάλλον στην περίπτωση που η ΕΚΤ αναγκαστεί να εφαρμόσει ένα νέο QE μέσα στο 2020 και οι ελληνικοί τίτλοι καταφέρουν έως τότε να καταστούν επιλέξιμοι, επιτυγχάνοντας διαδοχικές αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.