Στα μικρά γράμματα των ειδήσεων, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε, πέρασε η επιστολή της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Tζάνετ Γέλεν προς την Αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων σχετικά με το χρέος των ΗΠΑ. Η υπουργός υπενθύμισε στους Αμερικανούς νομοθέτες ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του μετά την 1η Ιουνίου. Αναπροσαρμόζοντας με αυτόν τον τρόπο «επί τα χείρω» τις αρχικές προβλέψεις, σύμφωνα με τις οποίες το Αμερικανικό Δημόσιο θα «ξέμενε από ρευστότητα» στις 30 Ιουνίου.
Η Τζάνετ Γέλεν, μέσω της επιστολής της ζητά από τους νομοθέτες να αυξήσουν για πολλοστή φορά το λεγόμενο «ταβάνι» του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ. Τους ζητά μάλιστα να σκεφτούν μήπως πρέπει να αναστείλουν ακόμα και την έννοια του ορίου, έτσι ώστε να υπάρχει η μακροχρόνια εξασφάλιση της κάλυψης των εξόδων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Παράλληλα τους καλεί να αποφύγουν λύσεις της τελευταίας στιγμής, που θα πλήξουν τόσο την ψυχολογία των αγορών όσο και των καταναλωτών.
Σήμερα σύμφωνα με το Peter G. Peterson Foundation που παρακολουθεί την πορεία του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, ανά δευτερόλεπτο, το χρέος βρίσκεται πέριξ των $31,5 τρισ. που αντιστοιχεί σε πάνω από $94,000 ανά Αμερικανό πολίτη, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα.
To τρέχον όριο βρίσκεται τα $31,4 τρισ. από τις 16 Δεκεμβρίου του 2021. Έχοντας οδηγηθεί εκεί μετά από 78 αυξήσεις από το 1960 μέχρι σήμερα. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται στα ελλείμματα του αμερικανικής οικονομίας που τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας κινούνται σε ετήσια βάση ανάμεσα στα $400 δισ. και στα $3 τρισ.
Στο ακόλουθο γράφημα παρατηρούμε την πορεία του αμερικανικού χρέους, που εμφανίζει άνοδο μετά από τις χρηματιστηριακές κρίσεις που συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες υφεσιακές περιόδους το 2001 και 2008, από την περικοπή των φόρων επί προεδρίας Trump το 2017 και από την υγειονομική κρίση του 2020. Μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023 το χρέος των ΗΠΑ από τα $30,1 τρισ. κατάφερε να ξεπεράσει τα $31,4 τρισ.
Μέσα στο 2023, οι νομοθέτες στις ΗΠΑ επέτρεψαν την άνοδο του ορίου του χρέους κατά $1,47 τρισ., με δυο όμως δεσμεύσεις. Η πρώτη αφορά την περαιτέρω αύξηση του ορίου μόλις κατά 1% σε ετήσια βάση και η δεύτερη αφορά τη μείωση των δημοσίων δαπανών κατά $4,8 τρισ. μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η απόφαση ελήφθη από την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών, με τους Δημοκρατικούς να ομιλούν ήδη για πλήρη κατάλυση του κράτους πρόνοιας των ΗΠΑ.
Όπως παρατηρούμε και στο ακόλουθο γράφημα στις υψηλότερες θέσεις των δαπανών, βρίσκονται οι κοινωνικές και στρατιωτικές δαπάνες.
Οι πρόσφατες καταρρεύσεις της Silicon Valley Bank, της Signature Bank και της First Republic Bank και ο φόβος διάχυσης της κρίσης σε μεγαλύτερο τμήμα του περιφερειακού τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ, έχουν ανοίξει μια ακόμα μεγαλύτερη πληγή. Ήδη αθροιστικά το ενεργητικό των πτωχευμένων τραπεζών, έχει υπερβεί το αντίστοιχο της περιόδου 2008 - 2009, που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της αγοράς των τιτλοποιημένων ενυπόθηκων δανείων.
Η απόφαση του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Εγγύησης των Καταθέσεων (FDIC) να καλύψει όχι μόνο τις καταθέσεις μέχρι του ύψους των $250.000, αλλά και καταθέσεις ύψους κάποιων $ δισ. όπως συνέβη με τη Silicon Valley Bank και τη First Republic Bank, εντείνει την αίσθηση πως οι δαπάνες του αμερικανικού δημοσίου ακολουθούν μια ανεπίστρεπτη πορεία. Ειδικά αν οι τραπεζικές πτωχεύσεις μετατραπούν σε μια νέα χρηματιστηριακή καθημερινότητα.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι ανησυχίες των επενδυτών εστίαζαν πάνω στα εταιρικά αποτελέσματα, τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και το ενδεχόμενο ύφεσης. Σήμερα εστιάζουν επιπλέον και στην κλιμακούμενη τραπεζική κρίση και στη διαμάχη Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών για το θέμα του «ταβανιού» του χρέους. Και δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι ο Ιούνιος του 2023 θα μοιάζει με το δίμηνο Ιουλίου - Αυγούστου 2011, όταν ο οίκος αξιολόγησης S&P Ratings είχε υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ από ΑΑΑ σε ΑΑ+.