Είναι αρκετά ασυνήθιστο να βλέπει κανείς σχεδόν όλους τους οικονομολόγους, τους αναλυτές, τους επενδυτές, τους πολιτικούς και τους επιχειρηματίες να συμφωνούν σε κάποια εκτίμηση για το μέλλον (συνήθως δεν μπορούν να συμφωνήσουν και για το τι έχει γίνει στο παρελθόν!). Δυστυχώς, συμφωνούν σε κάτι αρκετά δυσάρεστο, αφού όλοι πιστεύουν πως μέσα στους επόμενους μήνες η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης θα περάσει σε φάση συρρίκνωσης. Το γιατί θα γίνει αυτό δεν χρειάζεται να τα αναπτύξουμε σε βάθος.
Ο πολύ ανεβασμένος πληθωρισμός, τα προβλήματα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών έχουν ήδη κάνει ζόρικα τα πράγματα αλλά η ενεργειακή κρίση είναι αυτή που αναμένεται να δώσει στην οικονομία (αν δεν το έχει κάνει ήδη) μία γερή σπρωξιά σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το πόσο μεγάλη είναι η σιγουριά για την πορεία της οικονομίας προς την ύφεση δεν φαίνεται μόνο από την κακή πορεία των μετοχών των μεγάλων γερμανικών βιομηχανιών τους τελευταίους μήνες. Φαίνεται από τις δημόσιες δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών και των οικονομικών αναλυτών και από τη στατιστική απεικόνιση της διάθεσης των επενδυτών και των επιχειρηματιών.
Στις 5 Σεπτεμβρίου, λίγο μετά την ανακοίνωση από τον καγκελάριο Σολτς του κυβερνητικού σχεδίου, ύψους 65 δισεκατομμυρίων Ευρώ, για την ενίσχυση των πολιτών και των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης, οι επικεφαλής οικονομολόγοι των τραπεζών Commerzbank και ING δήλωσαν και οι δύο στο Reuters πως αυτό το πακέτο στήριξης δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την πορεία προς την οικονομική ύφεση. Υπενθυμίζουμε πως συνήθως ως ύφεση ορίζεται η συρρίκνωση (ή αλλιώς ανάπτυξη με αρνητικό ρυθμό) της οικονομίας για δύο συνεχόμενα ημερολογιακά τρίμηνα.
Προχθές, Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου ήρθαν τα στοιχεία του γνωστού ινστιτούτου οικονομικών μελετών ZEW να επιβεβαιώσουν την απαισιόδοξη διάθεση που επικρατεί. Ο δείκτης προσδοκιών που καταρτίζει το ινστιτούτο με βάση τις εκτιμήσεις 167 αναλυτών κατέβηκε στην τιμή των – 61,9 μονάδων, από – 55,3 μονάδες που ήταν τον Αύγουστο. Όταν αυτός ο δείκτης σημειώνει αρνητική τιμή σημαίνει πως οι αναλυτές που ερωτήθηκαν περιμένουν χειροτέρευση της οικονομίας. Η τιμή αυτή είναι χαμηλότερη και από αυτήν που είχε σημειωθεί την άνοιξη του 2020 όταν η πανδημία είχε προκαλέσει έναν σχετικό πανικό και ελάχιστα πιο πάνω από αυτή που είχε σημειωθεί κατά την διάρκεια της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 – 2009.
Όπως εξήγησε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου, η προοπτική εμφάνισης έλλειψης ενέργειας μέσα στον χειμώνα, σε συνδυασμό με την ισχνή κινεζική οικονομική ανάπτυξη εξηγούν την πολύ απαισιόδοξη διάθεση όσων συμμετείχαν στην κατάρτιση του δείκτη. Πρόσθεσε επίσης πως οι λεπτομέρειες της έρευνας δείχνουν πως σε πολλούς τομείς της οικονομίας παρατηρείται ήδη μείωση στον όγκο των παραγγελιών, της παραγωγής και των εξαγωγών. Από την μεριά του, ο αναπληρωτής υπουργός οικονομίας Φλόριαν Τόντσαρ δήλωσε την Δευτέρα 12η Σεπτεμβρίου πως η χώρα αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού αφού η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού συνδυάζεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως για τους περισσότερους αναλυτές, επενδυτές, πολιτικούς κ.α. είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή μέσα στον χειμώνα η γερμανική οικονομία θα περάσει σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι θα είναι έντονα αρνητικοί αν εμφανιστούν ελλείψεις φυσικού αερίου και παραστεί ανάγκη για εφαρμογή προγράμματος περιοδικών διακοπών στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή/και φυσικού αερίου. Επειδή η πιθανότητα να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο στο μέτωπο των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας δεν φαίνεται να είναι σημαντική, η Γερμανία προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει έναν δύσκολο χειμώνα από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης και επάρκειας ενέργειας.
Ο ερχόμενος χειμώνας όμως είναι πολύ κοντά. Αν, με αφορμή την τωρινή έκτακτη κατάσταση, κοιτάξουμε λίγο πιο μακριά, μπορούμε να δούμε και κάτι άλλο: πως η γερμανική οικονομία αλλάζει σταδιακά λόγω της στροφής προς την πράσινη ενέργεια. Για πολλές δεκαετίες, ίσως και παραπάνω, το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής και οικονομικής δραστηριότητας της χώρας ήταν συγκεντρωμένο προς τα νότια και τα δυτικά της χώρας. Η διαφορά μεταξύ του επιπέδου ευημερίας των περιοχών έγινε ακόμα πιο ευδιάκριτη μετά την επανένωση της Γερμανίας λόγω της πολύ κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόντουσαν οι περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Με τη βοήθεια ενός διαφωτιστικού άρθρου του Reuters είδαμε ένα σχετικό χάρτη που έχει ετοιμάσει το Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών IW (Institut der deutschen Wirtschafts) που εδρεύει στην Κολωνία. Στον χάρτη αυτό αποτυπώνεται το επίπεδο οικονομικής ευημερίας των διαφόρων περιοχών της χώρας. Με την πρώτη ματιά γίνεται φανερό πως η Βαυαρία, η οποία είναι το βασικότερο νότιο κρατίδιο της Ομοσπονδίας, μαζί με την Βάδη Βυρτεμβέργη, που είναι προς τα νοτιοδυτικά της χώρας, είναι με διαφορά οι πιο πλούσιες περιοχές.
Στα βόρεια και τα ανατολικά, με εξαίρεση τις περιοχές γύρω από το Βερολίνο και το Αμβούργο, το οικονομικό επίπεδο είναι πολύ πιο χαμηλό. Υπάρχει όμως και ένας άλλος χάρτης, πάνω στον οποίο απεικονίζεται ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, καθώς η Βαυαρία και η Βάδη Βυρτεμβέργη έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε αντίθεση με τις πιο πολλές περιοχές του Βορρά και της Ανατολής και αρκετές περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η εξήγηση που δίνουν οι αναλυτές του ινστιτούτου IW είναι πως ένα πολύ σημαντικό μέρος της διαφοράς στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης οφείλεται στο γεγονός πως στις «φτωχές» περιοχές έχει συντελεστεί το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής στροφής προς την πράσινη ενέργεια.
Στα κρατίδια του Σλέσβιγκ Χολστάιν, της Κάτω Σαξωνίας και του Μεκλεμβούργου – Δυτικής Πομερανίας, τα οποία βρίσκονται στα βόρεια της χώρας (το τελευταίο είναι κομμάτι της πρώην Ανατολικής Γερμανίας) είναι εγκατεστημένη τουλάχιστον η μισή ισχύς της αιολικής βιομηχανίας της Γερμανίας. Αυτή την στιγμή, η συνολική ισχύς των γερμανικών πάρκων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από αιολική ενέργεια είναι περίπου 64 GW, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών να βρίσκονται στην ξηρά. Δεδομένης της μεγάλης ανάπτυξης που αναμένεται να παρουσιάσουν τα θαλάσσια αιολικά πάρκα για τα επόμενα χρόνια (από ισχύ 7,7 GW σήμερα προβλέπεται να φθάσουν στα 70 GW το 2040) είναι φανερό πως το μερίδιο των βόρειων κρατιδίων στην παραγωγή ενέργειας θα γίνει ακόμα πιο σημαντικό αφού τα θαλάσσια αιολικά πάρκα θα γίνουν στις βόρειες ακτές της χώρας.
Η μεγάλη ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας σε αυτές τις περιοχές αποτελεί πόλο έλξης για μεγάλες βιομηχανίες που επιθυμούν να αποκτήσουν ή να επεκτείνουν την βιομηχανική τους δραστηριότητα στην Γερμανία. Η επιλογή της Tesla να ανεγείρει το εργοστάσιό της στο κρατίδιο του Βρανδενβούργου το οποίο συνορεύει με το Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία σίγουρα δεν είναι τυχαία. Ούτε η απόφαση της αμερικανικής Intel να ανεγείρει το δικό της νέο εργοστάσιο στην πόλη του Μαγδεβούργου που είναι κοντά και στην Κάτω Σαξωνία και στο Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία. Το ίδιο ισχύει για τη σουηδική εταιρεία κατασκευής μπαταριών αυτοκινήτου Northvolt, η οποία θα ανεγείρει το εργοστάσιό της στην περιοχή του Χάιντε, στο κρατίδιο του Σλέσβιγκ – Χολστάιν.
Η εταιρεία μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά πως το εργοστάσιο θα ηλεκτροδοτείται από το πιο «καθαρό» δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας. Αποφάσεις με παρόμοια κριτήρια έχουν πάρει βέβαια και γερμανικές εταιρείες όπως η Volkswagen. Είναι προφανές πως όλα αυτά τα εργοστάσια θα φέρουν στις μέχρι τώρα φτωχές περιοχές νέες καλές θέσεις εργασίας και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Αυτό όμως που ίσως δεν περίμενε κανείς πριν μερικούς μήνες είναι πως τα παραθαλάσσια κρατίδια θα αποκτούσαν και ένα ακόμα πλεονέκτημα απέναντι στα πλούσια. Οι πλωτοί σταθμοί υποδοχής φορτίων LNG θα γίνουν φυσικά έξω από τις ακτές των βόρειων κρατιδίων.
Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ στο Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία είχε άμεση σχέση με αυτούς. Ο ηγέτης του πιο πλούσιου κρατιδίου της Γερμανίας πήγε εκεί για να προσφέρει χείρα βοηθείας στην Μανουέλα Σβέσιγ που είναι η πρωθυπουργός αυτού του φτωχού κρατιδίου. Ο Σέντερ σκέφθηκε πως οι δημόσιοι υπάλληλοι της Βαυαρίας θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατασκευή του σταθμού υποδοχής LNG έτσι ώστε αυτός να κατασκευαστεί γρηγορότερα. Φυσικά, ο Σέντερ δεν το έκανε από καλοσύνη αλλά από ανάγκη, καθώς στο δικό του κρατίδιο η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας έχει μείνει πολύ πίσω και η Βαυαρία εξαρτάται πολύ από το φυσικό αέριο. Όσο πιο γρήγορα κατασκευαστεί ο σταθμός, τόσο μικρότερες θα είναι οι πιθανότητες να μείνουν η Βαυαρία και το Μόναχο χωρίς φυσικό αέριο.
Κάποιος θα μπορούσε να πει πως η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με την στροφή στην πράσινη ενέργεια, κοντεύουν να φέρουν τα πάνω κάτω στην Γερμανία (και γεωγραφικά και μεταφορικά εδώ που τα λέμε). Κάποιος άλλος θα μπορούσε να σκεφθεί πως έχει έρθει η ώρα να γυρίσει ο τροχός και να αλλάξουν προς το καλύτερο οι τύχες των μέχρι τώρα «αδικημένων». Εμείς προτιμούμε να θυμίσουμε την γνωστή μας παροιμία για τα παιδιά των φρονίμων και να παρατηρήσουμε πως ισχύει πάντα για όλους και όλες, όσο δυνατοί και ασφαλείς να νομίζουν πως είναι.