Οι γενναίες επιδοτήσεις στο ρεύμα από μόνες τους δεν αρκούν. Για να πέσουν οι τιμές χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό «μπαζούκας», μια παρέμβαση τύπου «Ταμείου Ανάκαμψης» που θα στείλει άμεσα, ανάλογο σήμα στις ενεργειακές αγορές. Το δείχνουν τα σενάρια για την πορεία των τιμών ένα σχεδόν μήνα μετά τη ρωσική εισβολή. Σε κανένα από αυτά δεν επανέρχονται στα περσινά επίπεδα. Στο «καλό» σενάριο, από 3,5 δισ. ευρώ που ήταν το προ κρίσης ετήσιο κόστος για ρεύμα στη χονδρική, φέτος θα φτάσει τα 4,5- 5,5 δισ. Στο δεύτερο σενάριο, θα χρειαστεί να καταβάλουμε 7- 8 δισ. και στο καταστροφικό, κάπου μεταξύ 11 και 14 δισ ευρώ.
Τόσα χρήματα προφανώς δεν μπορούν να βρεθούν από πουθενά. Χωρίς ευρωπαϊκή απάντηση, οδεύουμε μαθηματικά σε πλημμυρίδα απλήρωτων λογαριασμών και κοινωνικές εντάσεις σε όλες τις χώρες. Αυτός είναι και ο λόγος που μόνο η Ευρώπη μπορεί να δώσει τη λύση.
Αυτή είναι και η αιτία που στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι η Ένωση θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Καθοριστική, η Σύνοδος Κορυφής την Πέμπτη και Παρασκευή. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η ανάγκη για γενναία παρέμβαση στον τρόπο λειτουργίας των αγορών που θα ρίξει άμεσα τις τιμές, αρχίζει να ωριμάζει ανάμεσα σε αρκετούς «σκληροπηρυνικούς» Βορειοευρωπαίους. Όσο δέος άλλωστε προκαλούν τα σενάρια για την πορεία των τιμών ρεύματος στην Ελλάδα, άλλο τόσο και μεγαλύτερο πυροδοτούν σε χώρες με πολλαπλάσια ενεργειακή κατανάλωση, όπως η Γερμανία όπου η ενεργειακή ακρίβεια γονατίζει τη βιομηχανία της.
Τα σενάρια για την εξέλιξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας συνδέονται προφανώς με την πορεία του πολέμου. Στο «καλό», ο πόλεμος και η αναταραχή στις ενεργειακές αγορές θα διαρκέσουν μέχρι τα τέλη Μαρτίου, μετά τον οποίο οι τιμές στην ενέργεια θα παγιωθούν σε υψηλά, αλλά διαχειρίσιμα επίπεδα.
Στην πράξη αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μια μέση τιμή χονδρικής στο ρεύμα για το 2022 μεταξύ 80- 100 ευρώ / MWh (από 238,67 σήμερα), που πολλαπλασιαζόμενη με 55 TWh, όσο η ετήσια κατανάλωση της Ελλάδας, δίνει μια ετήσια δαπάνη ύψους 4,5 - 5,5 δισ ευρώ. Δηλαδή μεταξύ 1,1 - 2,2 δισ. επιπλέον των περίπου 3,3 δισ. ευρω που πληρώναμε ως χώρα για ρεύμα στην αγορά χονδρικής προ κρίσης. Κόστος μεγάλο μεν, αντιμετωπίσιμο δε, μέσα από νέα κρατικά «δίχτυα προστασίας» τους επόμενους μήνες και με διαχειρίσιμες επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό. Το καλό σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι θα επανέλθει η θετική ψυχολογία στις χρηματαγορές, καθώς και ότι δεν θα επηρεαστεί σημαντικά η τουριστική περίοδος.
Στο δεύτερο και βαθιά προβληματικό σενάριο, ο πόλεμος παρατείνεται μέχρι το Πάσχα, η ασύμμετρη απειλή για την Ευρώπη μεγαλώνει και μαζί με τη διεθνή αστάθεια παγιώνονται και υψηλότερες ετήσιες μεσοσταθμικές τιμές ενέργειας, για παράδειγμα στα 130- 150 ευρώ / ΜWh. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ετήσια δαπάνη της Ελλάδας για το ρεύμα μόνο στην αγορά χονδρικής, θα μπορούσε να διαμορφωθεί μεταξύ 7 και 8,2 δισ ευρώ.
Στο τρίτο και καταστροφικό σενάριο, ο πόλεμος θα παραταθεί για μήνες, μαζί και η βαριά του σκιά πάνω από την παγκόσμια και ειδικά την ευρωπαϊκή οικονομία, με όποιες παρενέργειες θα έχει αυτό για τις τιμές στο ρεύμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ευρώπη θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ενός νέου κύματος κρίσεων χρέους, ενώ η μέση ετήσια τιμή χονδρικής του ρεύματος στην Ελλάδα θα διατηρούνταν στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή μεταξύ 200-250 ευρώ / ΜWh ή και περισσότερο. Δηλαδή, η ετήσια δαπάνη, μόνο σε επίπεδο χονδρικής, θα ήταν ανάμεσα στα 11 και στα 14 δισ ευρώ.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όσο μεγάλα πακέτα στήριξης και να ανακοίνωνε η κυβέρνηση, τα αποτελέσματα θα ήταν πενιχρά, αφού οι παρενέργειες στην παραγωγή, την οικονομία και σε κάθε τομέα θα ήταν ασύλληπτες, κάτι που θα αφορούσε κοινό τόπο για ολόκληρη την Ευρώπη. Αν προκύπτουν τέτοια νούμερα για την Ελλάδα, μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συνέβαινε σε μια χώρα, όπως η Γερμανία, με έξι και επτά φορές μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρισμού έναντι της δικής μας (489 TWh το 2020, χρονιά με ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα λόγω πανδημίας).
Πόσο ισχυρή θα είναι η ευρωπαϊκή απάντηση
Τα δύο τελευταία σενάρια είναι το ένα πιο καταστροφικό από το άλλο και αποτελούν το λόγο που πολλοί θεωρούν βέβαια κάποιου σημαντική ευρωπαϊκή παρέμβαση στις τιμές. Δηλαδή ριζοσπαστικές κινήσεις, τύπου ενός «Ευρωπαϊκού Ταμείου» ώστε να σταλεί άμεσα σινιάλο στα ενεργειακά χρηματιστήρια, να αποκλιμακωθούν οι τιμές του φυσικού αερίου και άρα και του ρεύματος, οι οποίες διαμορφώνονται από τις πρώτες, και να διαψευσθούν τα παραπάνω σενάρια.
Στο δια ταύτα και καθώς απομένουν μερικές ημέρες μέχρι την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της ερχόμενης Πέμπτης, η συμφωνία πάνω σε ένα ευρωομόλογο δεν φαίνεται εφικτή, αν και η πίεση των γεγονότων είναι τέτοια που τίποτα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.
Πιο άμεση δείχνει μια παρέμβαση στην αγορά χονδρικής του φυσικού αερίου, όπου εξετάζεται και η πρόταση Μητσοτάκη για προσωρινό πλαφόν στις τιμές ή κάποια παραλλαγή της, χωρίς ακόμη και εδώ να έχουν ξεπεραστεί οι ενστάσεις των «φειδωλών». Στο τραπέζι πάντως βρίσκεται μια γενικότερη συζήτηση ως προς το κατά πόσο υπάρχει κερδοσκοπία στο μεγαλύτερο κόμβο φυσικού αερίου της Ευρώπης, τον ολλανδικό TTF (εκεί διαμορφώνονται οι τιμές) και πως μπορεί να τιθασευτεί, ώστε να εξορθολογιστούν.
Αυτό που συζητά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι να μη μπορεί κάποιος να συμμετέχει στις χρηματιστηριακές συναλλαγές για τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με φυσική παράδοση αν διαθέτει μόνο τον τίτλο, χωρίς να έχει στα χέρια του και την ανάλογη ποσότητα φυσικού αερίου.
Μέχρι πρότινος, οι Βόρειοι επέμεναν εμμονικά ότι οι ακραίες τιμές στην χονδρική του αερίου είναι φαινόμενο παροδικό, επομένως δεν χρειάζονται αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των αγορών. Τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο το πρόβλημα ήταν περισσότερο έντονο στο Νότο και λιγότερο στο Βορρά, καθώς στις αγορές αυτές είναι πολύ πιο ανεπτυγμένα τα λεγόμενα διμερή συμβόλαια, με τα οποία οι καταναλωτές κλειδώνουν τιμές για μεγάλο χρονικό διάστημα, άρα δεν επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς.
Στον ευρωπαϊκό Βορρά, τα διμερή συμβόλαια φτάνουν να αντιπροσωπεύουν και το 80% του συνόλου, άρα οι υψηλές τιμές χονδρικής που βλέπουμε στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια μεταφέρονται μόνο ως ένα βαθμό στους τελικούς καταναλωτές, και πάντως όχι κατά 100%, όπως στην Ελλάδα. Αλλά επειδή η κρίση έχει μπει στον έβδομο μήνα της (με σημείο αναφοράς τον Σεπτέμβριο), και επειδή πολλά μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια λήγουν, το πρόβλημα αρχίζει να γίνεται ολοένα πιο αισθητό σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία.
Στο τραπέζι βρίσκεται επίσης η φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών (windfall profits), έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου. Το ίδιο το μοντέλο λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας που έχει ως αποτέλεσμα η μέση χονδρική τιμή να διαμορφώνεται από το πανάκριβο φυσικό αέριο, δημιουργεί «ουρανοκατέβατα κέρδη» για συγκεκριμένες τεχνολογίες (windfall profits), θέμα που έχει ήδη θέσει η Κομισιόν. Έχει δώσει μάλιστα στα κράτη - μέλη το «οκ» να τα φορολογήσουν βραχυπρόθεσμα, ενώ το μέτρο φαίνεται ότι θα αποτελέσει τμήμα της νέας εργαλειοθήκης της Κομισιόν, η οποία παρουσιάστηκε προ ημερών στο πλαίσιο του Repower EU.