Η νομισματική συρρίκνωση συμβαίνει ταυτόχρονα σε παγκόσμια κλίμακα πράγμα πρωτοφανές στην παγκόσμια ιστορία. Ο κινέζικος «Δρόμος του Μεταξιού» (Belt and Road Initiative - BRI), ένα έργο όπου έχουν δαπανηθεί 12 φορές περισσότερα χρήματα από το Σχέδιο Marshall, βυθίζει στα χρέη την Κίνα και τις χώρες που έχουν δανειστεί για τα έργα υποδομών του BRI. Τα έργα αφορούν το 65% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ και όπου διακινείται το ¼ των παγκοσμίων αγαθών & υπηρεσιών.
Οκτώ από τις μεγαλύτερες κινέζικες τράπεζες έχουν χρέη πάνω από $1,6 τρις, που αντιστοιχούν περίπου στο 2% το παγκόσμιου ΑΕΠ. Τα χρέη προέκυψαν από την χρηματοδότηση των έργων υποδομών του BRI, όπως τους σιδηροδρόμους της Σαουδικής Αραβίας ($16,5 δις), ο διάδρομος μεταφορών του Πακιστάν ($60 δις), το υδροηλεκτρικό φράγμα στην Ουγκάντα, οι σιδηρόδρομοι στην Αιθιοπία, το μετρό στην Μέκκα, λιμάνια, αεροδρόμια και πολλά άλλα έργα, τα περισσότερα υπερβολικού κόστους και αμφίβολης βιωσιμότητας και παραγωγικότητας.
Σήμερα είναι διάχυτη η ανησυχία, ότι πολλά από αυτά τα έργα δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν τα κεφάλαια με τα οποία κατασκευάστηκαν. Σύμφωνα με έκθεση του Πανεπιστημίου της Σαγκάης Fudan University, σήμερα δεν γίνονται BRI επενδύσεις σε 14 χώρες (π.χ. Ρωσία, Νεπάλ, Αγκόλα, Σρι Λάνκα κλπ.) από τις 65 χώρες που έχουν αναπτυχθεί έργα BRI. Η πανδημία, η επισιτιστική κρίση, ο πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση και η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν θέσει πολλές από τις χώρες-οφειλέτες σε αδυναμία πληρωμών.
Πρόσφατα προστέθηκαν τα αυξανόμενα παγκόσμια επιτόκια και το ισχυρό δολάριο ΗΠΑ, τα οποία μειώνουν περαιτέρω την ικανότητα των αναπτυσσόμενων χωρών να αποπληρώσουν τις κινέζικες τράπεζες. Μια δεκαετία από την έναρξη του BRI (2013), τα δάνεια πλέον δίνονται μόνο στις χώρες που έχουν πιθανότητα να αποπληρώσουν τα χρέη και μόνο για μικρά έργα. Οι καθαρές μεταφορές από κινέζους δανειστές προς αποδέκτες αναπτυσσόμενων χωρών έγιναν αρνητικές το 2019 μετά την κορύφωση το 2016.
Ουσιαστικά ενώ οι κινεζικές τράπεζες ήταν πηγή κεφαλαίου για την ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών, τώρα οι αναδυόμενες χώρες χάνουν αυτά τα κεφάλαια οπότε και την περαιτέρω ανάπτυξη τους και θα οδηγηθούν σε υφέσεις ενώ παράλληλα θα έχουν το δυσβάσταχτο βάρος των χρεών και των μη παραγωγικών έργων.
Η Κίνα αλλάζει ρόλο και αρχίζει και γίνεται εισπράκτορας παγκόσμιου χρέους το οποίο από ότι φαίνεται δεν μπορεί να εισπράξει. Για να μπορέσει να εισπράξει κάποτε στο μέλλον τα χρέη, έχει ξεκινήσει προγράμματα «διάσωσης» των υπερχρεωμένων χωρών, παίζοντας ένα παρόμοιο ρόλο με αυτόν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) χωρίς όμως να διαθέτει την τεχνογνωσία του και τις ευρύτερες συναινέσεις με όλους τους δανειστές των χωρών.
Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο Αμερικανών ερευνητών, η κινεζική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα νέο σύστημα διεθνούς δανεισμού διάσωσης, με το οποίο η η Κίνα χορήγησε δάνεια διάσωσης αξίας $104 δις σε αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ του 2019 και του τέλους του 2021. Αυτός ο αριθμός είναι σχεδόν όσο ολόκληρος ο δανεισμός διάσωσης της Κίνας τα προηγούμενα είκοσι χρόνια. Μεταξύ του 2000 και του τέλους του 2021, η Κίνα ανέλαβε 128 επιχειρήσεις διάσωσης σε 22 χρεώστριες χώρες συνολικής αξίας $240 δις. Τρεις από τους μεγαλύτερους αποδέκτες των δανείων διάσωσης της Κίνας ήταν το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα και η Αργεντινή. Άλλες χώρες που έλαβαν δάνεια διάσωσης ήταν η Κένυα, η Βενεζουέλα, ο Ισημερινός, η Αγκόλα, το Λάος, το Σουρινάμ, η Λευκορωσία, η Αίγυπτος, η Μογγολία, η Ουκρανία κλπ.
Ενώ μέχρι πρότινος η Κίνα , ήταν δανειστής έργων υποδομών που την έκαναν τον μεγαλύτερο χρηματοδότη δημοσίων έργων στον κόσμο, επισκιάζοντας ακόμα και την Παγκόσμια Τράπεζα, σήμερα πέφτει στην παγίδα να γίνει διασώστης υπερχρεωμένων χωρών, χωρίς να ρυθμίζονται οι συνολικές υποχρεώσεις των χωρών προς άλλα πιστωτικά ιδρύματα και κυβερνήσεις. Το αποτέλεσμα θα είναι μια αμφίβολη διάσωση υπερχρεωμένων χωρών και ενέχει ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο για το τραπεζικό σύστημα της Κίνας καθώς δίνει περαιτέρω δάνεια σε επισφαλείς χώρες, χωρίς να ρυθμίζονται συνολικά τα χρέη των χωρών και να εξετάζεται η βιωσιμότητά τους. Το ΔΝΤ για να δανείσει μια χώρα αναγκάζει όλους τους δανειστές μιας χώρας να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να γίνει συνολική διαπραγμάτευση των χρεών με κοινή απόφαση για την βιωσιμότητα του χρέους, για κούρεμα χρέους, αναδιάρθρωση κλπ. Η Κίνα όμως αποφασίζει μονομερώς και αρνείται συνεργασία σε ολική διευθέτηση του χρέους μιας χώρας όπως προτείνει το ΔΝΤ για να μπορεί να είναι βιώσιμη η αποπληρωμή του χρέους. Δίνει δάνεια χωρίς να ζητήσει από τους δανειολήπτες να βελτιώσουν την πειθαρχία της οικονομικής τους πολιτικής ή να επιδιώξουν ελάφρυνση χρέους μέσω μιας συντονισμένης διαδικασίας αναδιάρθρωσης με όλους τους μεγάλους πιστωτές.
Ο κίνδυνος που η Κίνα αντιμετωπίζει προκύπτει και από το πολύ ακριβό επιτόκιο που οι κινέζικες τράπεζες χρεώνουν για τα δάνεια διάσωσης. Ένα σύνηθες δάνειο διάσωσης από το ΔΝΤ έχει επιτόκιο 2% ενώ το μέσο επιτόκιο που συνδέεται με ένα κινεζικό δάνειο διάσωσης είναι 5%. Αυτό επιβαρύνει ακόμα περισσότερο της χώρες οφειλέτες καθώς δεν έχουν την ευκαιρία για μια συνολική αναδιάρθρωση χρεών σε επίπεδο που να είναι βιώσιμο και σε κούρεμα του χρέους αλλά αντιθέτως επιβαρύνονται με υπερδιπλάσιο κόστος δανεισμού.
Οι μαζικές αθετήσεις αποπληρωμής χρεών από πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, παρόλο τα νέα δάνεια διάσωσης, είναι θέμα χρόνου να γίνουν αιτίες χρεοκοπίας των κινέζικων τραπεζών.
Η παραπάνω κατάσταση θα οδηγήσει σε περαιτέρω παγκόσμια αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και επιβεβαιώνει τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία καθώς έφθασε στην κορυφή του πρόσφατου, σχεδόν τριακονταετούς κύκλου ανάπτυξης με ταυτόχρονη κορύφωση του κύκλου χρέους, που μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις οδηγείται σε περίοδο μακροχρόνιου στασιμοπληθωρισμού.
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης