Του Γιώργου Φιντικάκη
Το έργο ότι τα βάσανα τελειώνουν και έρχονται καλύτερες ημέρες το έχουμε ξαναδεί. Το 2014 η οικονομία είχε αρχίσει να επιταχύνει, η ανεργία αν και πολύ υψηλή, έπεφτε, η χώρα βγήκε δοκιμαστικά δύο φορές στις αγορές, και η χρονιά έκλεισε με θετικό ρυθμό ανάπτυξης για πρώτη φορά μετά από μια εξαετία ύφεσης (2008-2013).
Εντούτοις ελάχιστοι ένοιωσαν στην πράξη το success story της κυβέρνησης Σαμαρά, κι ας στηρίζονταν σε πραγματικά δεδομένα, δηλαδή την ύφεση που έγινε ανάπτυξη, το έλλειμμα που έγινε πλεόνασμα, την έστω δοκιμαστική έξοδο στις αγορές ή κάποιες πρώτες σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις.
Οχι δεν φταίει μόνο η τότε προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να συκοφαντήσει κάθε θετική αλλαγή και να πείσει πως εκείνος μόνο έχει την λύση απέναντι στα χειρότερα που έρχονται, ενώ τα πράγματα πήγαιναν να βελτιωθούν. Ο βασικότερος ίσως λόγος για τον οποίο απέτυχε το success story Σαμαρά, σχετίζεται με ένα βασικό κανόνα της οικονομίας, ότι η ανάκαμψη μιας χώρας μετά από μακρά ύφεση αργεί να γίνει αντιληπτή από τους πολίτες. Οι δείκτες μπορεί να βελτιώνονται, ωστόσο η πραγματική οικονομία αρχίζει να αντιλαμβάνεται την αλλαγή αυτή, τουλάχιστον μετά από ένα ή δύο χρόνια διαρκούς ανόδου, ποτέ νωρίτερα. Άλλα ακούνε οι πολίτες από τους πολιτικούς, και άλλα βιώνουν στην καθημερινότητά τους
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και σήμερα. Ξέρει η κυβέρνηση ότι η προσέλκυση επενδύσεων είναι το μοναδικό εργαλείο που έχει για να γυρίσει η οικονομία, και ότι απ'' αυτήν και μόνο εξαρτάται η επιβίωσή της. Οι μεγάλες όμως επενδύσεις δεν αφήνουν το αποτύπωμά τους παρά μόνο όταν περάσουν 2 με 3 χρόνια από τότε που θα κλείσουν, ποτέ νωρίτερα.
Δεν αποκλείεται η ιστορία να επαναληφθεί. Άλλα να λέει στους πολίτες ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης για τους δείκτες της οικονομίας, και αλλιώς να ζουν εκείνοι την δική τους οδυνηρή καθημερινότητα. Πολλώ δε μάλλον όταν γνωρίζουν πως τα δύσκολα είναι πράγματι μπροστά, δηλαδή το μαχαίρι στις συντάξεις και το ψαλίδι στο αφορολόγητο, που θα εφαρμοσθούν την διετία 2019-2020.
Αυτός ακριβώς είναι πάντα ο κίνδυνος με τα success stories, μπορεί να σου γυρίσουν μπούμερανγκ εκεί που δεν το περιμένεις. Όταν τάζεις καλύτερες ημέρες στον πολίτη πρέπει να είσαι σίγουρος ότι θα προλάβει να τις ζήσει όσο εσύ κυβερνάς, διαφορετικά θα το εκλάβει ως κοροϊδία, και άρα όποιος παίζει με τα success stories μπορεί και να καεί. Αυτός μάλιστα ο κίνδυνος λέγεται ότι είναι σε γνώση κάποιων υπουργών, ειδικά τώρα που η κυβέρνηση "τα παίζει όλα για όλα" στις επενδύσεις, από την Κίνα έως τις ΗΠΑ.
Ισως έτσι να εξηγείται και το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν βγήκε για παράδειγμα να πανηγυρίσει τις επαφές που είχαν την Παρασκευή στην Αθήνα οι κ.κ. Δραγασάκης και Σταθάκης με κορυφαία στελέχη της αμερικανικής Exxon Mobil, ενός εκ των μεγαλύτερων πετρελαϊκών κολοσσών στον κόσμο, ο οποίος και βρίσκεται ένα βήμα πριν την σύναψη συμφωνίας με τα ΕΛΠΕ και την γαλλική Total, για από κοινού έρευνες στις ελληνικές θάλασσες. Πιθανώς, όπως λένε κάποιες πηγές, να θέλησε να αποφύγει την οποιαδήποτε σύγκριση του δικού της "success story", με εκείνο της κυβέρνησης Σαμαρά, όπου τα πετρέλαια είχαν αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι του αφηγήματος.
Ο συλλογισμός θα είχε κάποιο νόημα αν η κυβέρνηση είχε κρατήσει χαμηλούς τόνους και για τα αποτελέσματα του ταξιδιού Τσίπρα στο Πεκίνο. Συνέβη ωστόσο το ακριβώς αντίθετο. Ο επικοινωνιακός μηχανισμός έκανε τα πάντα για να μεταφέρει μια εικόνα επικείμενης απόβασης στην Ελλάδα κινεζικών επενδύσεων, που δείχνει μια πρεμούρα να στηρίξει την θεωρία του success story, αφού μένει ακόμη να τις δούμε. Έπειτα, οι σφαίρες επιρροής δεν είναι πουκάμισα για να αλλάζουν από την μια ημέρα στην άλλη. Τα πρώτα σημάδια ενόχλησης από Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Με ή χωρίς γουάν και πετρέλαια, τα success stories είναι πάντα επικίνδυνα. Οταν οι πολίτες ακούνε για λύτρωση από "τα δεσμά των μνημονίων", αλλά την ίδια ώρα βλέπουν την καθημερινότητά τους να χειροτερεύει, οι ιστορίες επιτυχίας ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν ακριβώς αντίστροφα απ'' ότι εοιθυμεί ο εμπνευστής τους.
Οπως και προηγούμενες κυβερνήσεις, έτσι και αυτή κάνει ακριβώς το ίδιο λάθος. "Πουλάει" από τώρα στους πολίτες τα όποια καλά νέα έρθουν μελλοντικά από το μέτωπο της οικονομίας, αγνοώντας τον κανόνα ότι η ανάκαμψη των δεικτών θέλει το χρόνο της για να φτάσει προς τα κάτω . Διατρέχει τον κίνδυνο "πουλώντας" εικοτολογίες, ακόμη και αν στην πορεία επαληθευτούν, αντί το "προιόν" να εξευμενίσει το κοινό, είτε να το αφήσει παντελώς αδιάφορο, είτε στη χειρότερη περίπτωση να το εξοργίσει.