Τα ρυθμισμένα δάνεια «καίνε» τις τράπεζες

Τα ρυθμισμένα δάνεια «καίνε» τις τράπεζες

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Όταν οι τράπεζες συνειδητοποίησαν ότι πρέπει να προχωρήσουν σε δραστικά μέτρα ρύθμισης των δανείων που με ιλιγγιώδη ρυθμό… γέμιζαν τη δεξαμενή των «μη εξυπηρετούμενων», η χώρα βρισκόταν στα πρώτα χρόνια της κρίσης.

Το «καμπανάκι» είχε χτυπήσει από το 2009, όμως η μεγάλη και απότομη άνοδος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σημειώθηκε το 2011 (+7,1%), το 2012 (+9,4%) και το 2013 (+8,2%). Η επιλογή των τραπεζών ήταν να αλλάξουν τους όρους των δανείων για ένα χρόνο έτσι ώστε να δοκιμαστεί η ικανότητα εξυπηρέτησης των δανειοληπτών.

Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η οικονομία σταδιακά θα ανέκαμπτε και άρα νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα ανακτούσαν μεγάλο μέρος της χαμένης τους οικονομικής δύναμης. Όμως η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν εντελώς διαφορετική και τελικά το δυσμενέστερο σενάριο ήταν αυτό που επικράτησε.

Το κακό είναι ότι οι τράπεζες συνέχισαν να κάνουν βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις, κυρίως ενός έτους, ποντάροντας ουσιαστικά στην ανάκαμψη που ποτέ δεν ήρθε. Με εξαίρεση τους τελευταίους μήνες του 2014, όταν οι ενδείξεις αντιστροφής του κλίματος οδήγησαν στη μείωση των «κόκκινων» δανείων για πρώτη και μοναδική φορά από το 2008 μέχρι σήμερα.

Έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο σήμερα, όπου οι βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις των προηγούμενων ετών «καίνε» τις τράπεζες καθώς σύμφωνα με πληροφορίες τα δάνεια των οποίων μειώνεται η δόση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα επιστρέφουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στο... κόκκινο.

Το πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων αποδεικνύεται από το στοιχείο που παρουσίασε ο πρόεδρος της Eurobank, κ. Νικόλαος Καραμούζης: τα NPEs διαμορφώνονται στην Ελλάδα κοντά στα 115 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο επίπεδο-ρεκόρ του 65% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 5,7% του ΑΕΠ.

Ο ίδιος, μάλιστα, επισήμανε την ανάγκη αλλαγής του μοντέλου διαχείρισης, τονίζοντας ότι οι τράπεζες θα πρέπει να σταματήσουν να μεταθέτουν τη λύση του προβλήματος για το μέλλον επιμηκύνοντας τη διάρκεια των δανείων. Το συγκεκριμένο επιχείρημα υποστηρίζεται από τα πολύ χαμηλά ποσοστά «εξυγίανσης» των δανείων και τα υψηλά ποσοστά δανείων που σταματούν εκ νέου να εξυπηρετούνται, πρόσθεσε ο επικεφαλής της Eurobank.

Τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά «επιδείνωσης» εμφανίζουν τα καταναλωτικά δάνεια, ενώ αξιοσημείωτο τμήμα αυτών αφορά περιπτώσεις «στρατηγικών κακοπληρωτών». Σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζών, οι συνολικές ρυθμίσεις δανείων ξεπερνούν τα 25 δισ. ευρώ και πολλά δάνεια έχουν ρυθμιστεί πάνω από δύο και τρεις φορές. Και αυτό γιατί όταν λήγει η περίοδος ρύθμισης οι δανειολήπτες παθαίνουν... σοκ, καθώς η δόση αυξάνεται δραματικά ενώ ο δανειολήπτης έχει συνηθίσει να εξυπηρετεί το δάνειο με βάση τα νέα δεδομένα τη στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται αντί να αυξάνεται.

Παρά τις ενισχυμένες προσπάθειες στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων με την εφαρμογή πιο δραστικών λύσεων απ'' ότι στο παρελθόν, οι τράπεζες βλέπουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) να εμφανίζουν εικόνα στασιμότητας που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ήπια μείωση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2017, μόνο όμως στην περίπτωση που έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Όμως αυτό δεν αρκεί για να επιτύχουν τους στόχους που έχουν συμφωνήσει με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ.

Το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι ότι σε περιβάλλον οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, με τους φόρους να αυξάνονται, την αξιολόγηση να επιβαρύνει για μία ακόμη φορά το κλίμα και τις συζητήσεις για το χρέος να μην σημειώνουν πρόοδο, περισσότερα είναι τα ρυθμισμένα δάνεια που «κοκκινίζουν» από αυτά που «θεραπεύονται».

Κατά συνέπεια, η οριστικοποίηση του τριετούς πλάνου μείωσης των NPEs αποτελεί μόνο την αρχή για την προσπάθεια των τραπεζών να επανέλθουν σε πιο φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού πλαισίου διαχείρισης σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που προκαλούν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές απειλούν την ομαλή εξέλιξη του τριετούς πλάνου.

Όπως υπογράμμισε ο κ. Καραμούζης, οι τράπεζες από μόνες τους δεν μπορούν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια στο βαθμό που πρέπει, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση για την ταχεία αποκλιμάκωση του φαινομένου είναι η επιστροφή στην ανάπτυξη.

Τι θα γίνει στην περίπτωση που η οικονομία παραμείνει στάσιμη και δεν επιτευχθούν οι στόχοι; Το πιθανότερο σενάριο είναι να ασκηθούν ασφυκτικές πιέσεις από τον SSM για την πώληση πακέτων δανείων σε ξένα funds, μία στρατηγική που δεν αποτελεί βασική προτεραιότητα για τις ελληνικές τράπεζες.

Στην περίπτωση που οι τράπεζες αναγκαστούν να πουλήσουν πακέτα δανείων, θεωρείται δεδομένο ότι οι προσφερόμενες τιμές θα είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην κεφαλαιακή τους επάρκεια. Και αυτό γιατί οι προβλέψεις που έχουν γράψει οι τράπεζες επαρκούν για τη διαγραφή ικανού αριθμού προβληματικών δανείων, όμως η κερδοφορία δεν είναι τέτοια που να μπορεί να «σηκώσει» τις ζημιές από τις χαμηλές τιμές που προσφέρουν τα ξένα funds.

Αποτέλεσμα θα είναι να βρεθούν οι τράπεζες ξανά στη… δυσάρεστη θέση να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά σε ένα καθόλου ευνοϊκό περιβάλλον, γεγονός που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, οι «εξαναγκασμένες» πωλήσεις NPEs σε δυσμενές περιβάλλον θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν νέες εκροές καταθέσεων, παρατείνοντας τα capital controls και εμποδίζοντας την πρόσβαση στις αγορές.

Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι τράπεζες ζητούν ένα ξεκάθαρο πλαίσιο, έτσι ώστε να καταφέρουν να αξιοποιήσουν τις συνεργασίες με τα ξένα funds, όπως το KKR και η Aktua, χωρίς να… υποχρεωθούν σε άτακτες πωλήσεις. Το πλαίσιο που εκκρεμεί αφορά κυρίως τις επιχειρήσεις, με τον μηχανισμό εξωδικαστικού συμβιβασμού, τη δυνατότητα μετατροπής χρέους σε μετοχές και την αλλαγή του πτωχευτικού δικαίου να βρίσκονται στο επίκεντρο. Οι τράπεζες επιθυμούν, επίσης, να δοθεί λύση στις μεγάλες καθυστερήσεις εκδίκασης των υποθέσεων που υπάγονται στο νόμο Κατσέλη και να δοθούν φορολογικά κίνητρα για τη διαγραφή δανείων.