Στο κατώφλι της νέας χρονιάς 2022, οι κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με δύσκολα διλήμματα για τη χάραξη και την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής τους.
Το πρώτο και μεγαλύτερο, ίσως δίλημμα είναι, αν πρέπει να προχωρήσουν οι κυβερνήσεις και πάλι σε πλήρες κλείσιμο της οικονομίας για να αντιμετωπίσουν τη νέα παραλλαγή «Όμικρον» του κορονοϊού, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε νέες δημοσιονομικές παροχές, αυξάνοντας έτσι τα υπάρχοντα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους και προσθέτοντας νέα βάρη στο δυσθεώρητο παγκόσμιο χρέος (350% του παγκόσμιου ΑΕΠ).
Το δεύτερο επίσης μεγάλο δίλημμα είναι, αν πρέπει να περιορισθεί δραστικά η νομισματική ποσοτική χαλάρωση και να αυξηθούν τα επιτόκια προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός (7% ΗΠΑ, 6% στην Ευρώπη το 2021), καθώς η πολιτική αυτή θα περιορίσει τη ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις και θα επιβραδύνει σοβαρά την εύθραυστη ανάκαμψη της οικονομίας τους.
Με δεδομένο ότι η παραλλαγή «Όμικρον» θα κυριαρχήσει και στη χώρα μας και ότι ο πληθωρισμός δεν είναι τόσο παροδικός, όσο αρχικά υποστηριζόταν από πολλές πλευρές, η χώρα μας βρίσκεται μπροστά στο πρώτο κυρίως δίλημμα, καθώς για το δεύτερο αποφασίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Το πρώτο όμως δίλημμα της χώρας μας είναι εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς ένα νέο κλείσιμο της οικονομίας (πέρα από τις κοινωνικές και δυσκολίες εφαρμογής του) θα δημιουργήσει νέες ανάγκες για δημοσιονομικές παροχές και θα ανατρέψει τους σχεδιασμούς του Προϋπολογισμού για δραστικό περιορισμό του πρωτογενούς ελλείμματος από 7% το 2021 στο 1,5% ΑΕΠ το 2022. Αυτό είναι απαραίτητο για να οδηγηθεί η χώρα μας και πάλι σταδιακά στην τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωζώνης, έστω χαλαρότερων, το 2023 (Σύμφωνο Σταθερότητας). Ταυτόχρονα, μια τέτοια πιο περιοριστική δημοσιονομική πολιτική είναι αναγκαία και για να αποκτήσουν τα ελληνικά ομόλογα επενδυτική βαθμίδα μέχρι το 2023, όταν θα λήξει η κατ’ εξαίρεση «προστασία» τους από την ΕΚΤ.
Επιπλέον, η αποπληρωμή των τραπεζικών δανείων, που δόθηκαν στην προηγούμενη φάση της πανδημίας, πρέπει να εξυπηρετηθούν προκειμένου να μην δημιουργηθεί νέο κύμα «κόκκινων δανείων», καθώς το ποσοστό των παλαιών έχει μειωθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό με μεγάλο κοινωνικό κόστος.
Από την άλλη πλευρά, η πορεία του πληθωρισμού και ειδικότερα η συνεχώς αυξανόμενη τιμή του φυσικού αερίου και συνεπώς και του ηλεκτρικού ρεύματος, οδηγεί την κυβέρνηση σε νέα μεγαλύτερα επιδόματα που επιβαρύνουν τον Προϋπολογισμό και δυσχεραίνουν την εφαρμογή του.
Ευτυχώς, η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ, εκτιμώντας την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης, δεν αφήνει περιθώρια αύξησης των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, κάτι που θα στοίχιζε πολύ στη χώρα μας, καθώς προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά από 10 και πλέον χρόνια οικονομικής κρίσης που την οδήγησαν στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ, ως προς το ύψος του κατά κεφαλήν εισοδήματος.
*Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός