Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αν η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η έξοδος στις αγορές δεν είναι ικανές συνθήκες για να επιστρέψουν ικανοποιητικά ποσά καταθέσεων στις τράπεζες, τότε είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς τι πρέπει να γίνει για να αλλάξει το κλίμα. Κι επειδή οι... ανώτερες δυνάμεις δεν ασχολούνται μάλλον με τις καταθέσεις, η απάντηση είναι απλή. Μετά από τόσες παλινωδίες και τακτικισμούς από την πλευρά της κυβέρνησης που προκάλεσαν έντονη αβεβαιότητα στις αρχές του 2017, η αγορά χρειάζεται κάτι παραπάνω από μερικές κινήσεις εντυπωσιασμού.
Ακόμα και αν οι πολίτες έχουν χρήματα τα οποία θα μπορούσαν να επαναφέρουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, αυτά γίνονται... βορά στις ορέξεις του αδηφάγου κράτους και της φορολογικής αφαίμαξης. Φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ και άλλες υποχρεώσεις αναγκάζουν τους «έχοντες» να τρώνε τις οικονομίες τους και τους «μη έχοντες» να δημιουργούν νέα χρέη.
Την ίδια ώρα, τόσο οι επενδυτές όσο και οι καταθέτες δεν εμπιστεύονται την ελληνική κυβέρνηση και αυτό αποδεικνύεται καθημερινά. Οι τράπεζες... υπολειτουργούν και σαν να μην έφτανε αυτό, υποχωρούν και τα υπόλοιπα των δανείων. Η μείωση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια αφενός συνεπάγεται ότι λείπει ρευστότητα από την πραγματική οικονομία και αφετέρου επηρεάζει αρνητικά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs).
Το κλίμα ανακούφισης από την αποφυγή ενός νέου 2015 και τα άκρως εντυπωσιακά στοιχεία για τον τουρισμό είναι θετικές εξελίξεις, όμως δεν είναι τα ορόσημα που θα παγιώσουν την ανάκαμψη. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζουν τραπεζίτες και αναλυτές, επικαλούμενοι παράλληλα την πορεία του χρηματιστηρίου και την διστακτικότητα των μεγάλων ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Η δεύτερη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις και η κυβέρνηση άρχισε να στρώνει το έδαφος για το success story που θα ακολουθούσε. Το πρώτο βήμα ήταν η έξοδος στις αγορές, μετά την «απώλεια» του QE που όπως και να'' χει, ήταν ένα ηχηρό «χαστούκι».
Σήμερα, δύο είναι τα βασικά ζητήματα, η έκβαση των οποίων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια. Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Όσο τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα συνεχίζουν να «πνίγουν» τις τράπεζες τόσο οι στρόφιγγες του δανεισμού θα παραμένουν κλειστές. Αυτό είναι κάτι που έχει ειπωθεί άπειρες φορές τα τελευταία χρόνια και τα επίσημα στοιχεία το επιβεβαιώνουν.
Από την Πρωτοχρονιά του 2017 και μέχρι το τέλος Απριλίου η «περήφανη διαπραγμάτευση» είχε ως αποτέλεσμα να φύγουν από τις τράπεζες 2,387 δισ. ευρώ καταθέσεις. Από αυτά «επέστρεψαν» τα 2,25 δισ. ευρώ που σημαίνει ότι το αποτέλεσμα παραμένει αρνητικό για το έτος (-136 εκατ. ευρώ). Με άλλα λόγια, το καλό κλίμα μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την έξοδο στις αγορές βελτίωσε την πολύ κακή εικόνα των προηγούμενων μηνών.
Από δω και πέρα, όμως, τι γίνεται; Είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε αύξηση των καταθέσεων όσο τα capital controls διατηρούνται και τα «κόκκινα» δάνεια συνεχίζουν να εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, συντηρώντας τη φημολογία για νέα ανακεφαλαιοποίηση στο μέλλον; Διότι ποιος θα επιστρέψει τα χρήματά του όταν δεν υπάρχει ξεκάθαρος ορίζοντας;
Ανώτερα τραπεζικά στελέχη τονίζουν ότι χρειάζονται περισσότερες θετικές εξελίξεις για να αντιστραφεί πραγματικά το κλίμα. «Αυτό που θέλουμε να δούμε, όχι μόνο εμείς, αλλά και οι καταθέτες, είναι πολιτική σταθερότητα. Να μην υπάρχει καμία υποψία επιστροφής στις περιόδους αβεβαιότητας. Και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο όταν έχουμε μπροστά μας την τρίτη αξιολόγηση».
Οι τράπεζες, λοιπόν, εκτιμούν ότι αν αυτή τη φορά η κυβέρνηση φανεί συνεπής και κλείσει την τρίτη αξιολόγηση πριν από το τέλος του έτους, τότε όλα είναι πιθανά. Μία τέτοια εξέλιξη σε συνδυασμό με ένα θετικό αποτέλεσμα στα stress tests και επίτευξη των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων, θα οδηγούσαν δεδομένα σε εισροές. Πόσω μάλλον, αν η γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης συνοδευθεί από μία γενναία χαλάρωση των capital controls.
Σημειώνεται ότι σήμερα τα υπόλοιπα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα διαμορφώνονται στα 121,245 δισ. ευρώ, περίπου 116 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ιστορικό υψηλό που καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2009. Και αν το εν λόγω επίπεδο είναι απαγορευτικό ακόμη και στη σκέψη, ένα άλλο «ταβάνι» είναι αυτό των 164 δισ. ευρώ. Είναι το επίπεδο που έφτασαν οι καταθέσεις το 2013 και το 2014, όταν έγινε η πρώτη προσπάθεια ανάκαμψης.
Αναλυτές, τέλος, υποστηρίζουν ότι όσο οι τράπεζες βελτιώνουν την εικόνα τους, τόσο θα μειώνεται ο ELA (υποχώρησε κατά 3,3 δισ. ευρώ τον Ιούλιο) και θα διαμορφώνονται οι συνθήκες χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών. Η εξάλειψη της αβεβαιότητας, ωστόσο, σε συνδυασμό με κάποια απτά σημάδια ανάκαμψης – όπως η προσέλκυση ξένων επενδύσεων – θα αποτελέσουν το σημείο καμπής.