Ποιος θα περίμενε ότι η Ελλάδα των μνημονίων και της κρίσης θα γινόταν το παράδειγμα που δίνουν οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι του πλανήτη όταν θέλουν να περιγράψουν στους πελάτες τους την κατάσταση που επικρατεί στις αγορές. Οι ελληνικοί τίτλοι είναι οι μοναδικοί παγκοσμίως που ανήκουν στο προστατευμένο περιβάλλον που διαμορφώνει το QE της ΕΚΤ και παράλληλα έχουν θετική απόδοση, αναγκάζοντας έτσι ακόμη και αυτούς που τους αποκαλούσαν «σκουπίδια» να τα προσέξουν.
Μετά την πρόσφατη πρόβλεψη της Capital Economics για πτώση του spread μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων, κυρίως μέσω της πτώσης της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς στο 0,2% στο τέλος του 2021, ήρθε η JPMorgan να δώσει και αυτή σήμα αγοράς των ελληνικών τίτλων, υποστηρίζοντας ότι το spread θα μειωθεί περαιτέρω.
Είναι σαν να λέει η αμερικανική τράπεζα πουλήστε γερμανικά ομόλογα και αγοράστε ελληνικά αφού τηρεί θετική στάση απέναντι στους ελληνικούς τίτλους έναντι των γερμανικών.
Ως αποτέλεσμα των θετικών αναλύσεων – και προφανώς των αποφάσεων της ΕΚΤ – η απόδοση του ελληνικού 10ετούς υποχώρησε στις συναλλαγές της Δευτέρας ξανά κάτω από το 0,6%, ενώ τα πενταετή CDS ή ασφάλιστρα κινδύνου, έπεσαν στο 105,88 που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από τον περασμένο Φεβρουάριο όταν οι ανησυχίες για την πανδημία άρχισαν να επηρεάζουν τις αγορές.
«Θα έχουμε αρνητικά επιτόκια στην Ευρώπη για τουλάχιστον μια δεκαετία ακόμη – ναι καλά καταλάβατε, για άλλα 10 χρόνια». Αυτό τονίζει στους πελάτες της η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου, JPMorgan, σε μια προσπάθεια να τους… πείσει ότι πρέπει να βρουν αλλού ικανοποιητικές αποδόσεις.
Για να τους αποδείξει, μάλιστα ότι η «σιγουριά» των κρατικών ομολόγων δεν συνοδεύεται πια από φυσιολογικές αποδόσεις που μέχρι πρότινος λειτουργούσαν ως θωράκιση των χαρτοφυλακίων, επισημαίνει την πτώση της απόδοσης των ελληνικών 10ετών ομολόγων στο επίπεδο του 0,60%, λέγοντας ότι αποτελεί ενδεικτικό σημείο των καιρών μας.
Η JPMorgan βλέπει νέες εκδόσεις ομολόγων από το ελληνικό δημόσιο στο πρώτο δίμηνο του 2021, εκτιμώντας παράλληλα ότι ο ΟΔΔΗΧ θα τρέξει ένα πρόγραμμα άντλησης ύψους 9 δισ. ευρώ από τις αγορές μέσα στο νέο έτος.
Την ίδια ώρα, αναλυτές στην Ευρώπη υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών τίτλων στις πράξεις χρηματοδότησης για όσο χρειαστεί ή μέχρι η Ελλάδα να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα και να είναι πλέον επιλέξιμη χωρίς το waiver. Με την Ελλάδα να συμμετέχει στο Ταμείο Ανάκαμψης εφαρμόζοντας συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μένει εκτός συστήματος, εξηγούν. Σημειώνουν παράλληλα ότι η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει άλλα 15 δισ. ελληνικών ομολόγων, ωστόσο συνολικά το χρέος δεν πρέπει να ξεφύγει από τα 340 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα φτάσει το 2021.
Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Οικονομικών έχει ως κεντρικό στόχο για το 2021 να συνεχίσει ίδιο μοτίβο με το 2020, με εκδόσεις δηλαδή υψηλής ρευστότητας, και να μειώσει το απόθεμα των εντόκων γραμματίων κατά περίπου 1 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από τον προϋπολογισμό. Στο τρέχον έτος, το ελληνικό δημόσιο κατάφερε να αντλήσει κεφάλαια με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, αυξάνοντας παράλληλα τη διάρκεια του νέου χρέους που ανέλαβε, στα 8,17 έτη από 3,3 έτη που διαμορφωνόταν πέρσι.
Σύντομα αναμένεται να γίνει γνωστή από τον ΟΔΔΗΧ η χρηματοδοτική στρατηγική για το νέο έτος. Σε αυτή θα περιλαμβάνεται η κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών ύψους 19,5 δισ. ευρώ και η μείωση των εντόκων γραμματίων στα 10,8 δισ. ευρώ.
Εκδόσεις 2020
Φεβρουάριος: Έκδοση 15ετούς ομολόγου ύψους 2,5 δισ. ευρώ με σταθερό επιτόκιο 1,875%. Ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια έκδοση από το 2009
Απρίλιος: Έκδοση 7ετούς ομολόγου ύψους 2 δισ. ευρώ με σταθερό επιτόκιο 2%
Ιούνιος: Έκδοση 10ετούς ομολόγου ύψους 3 δισ. ευρώ με σταθερό επιτόκιο 1,5%
Σεπτέμβριος: Επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου ύψους 2,5 δισ. ευρώ με απόδοση 1,187%
Οκτώβριος: Επανέκδοση 15ετούς ομολόγου ύψους 2 δισ. ευρώ με απόδοση 1,152%
Στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, η Τράπεζα της Ελλάδος ανέφερε ότι οι επιτυχημένες εκδόσεις νέων ομολόγων αύξησαν την εμπορευσιμότητα των κρατικών ομολόγων και τη ρευστότητα στην εγχώρια αγορά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο βάθος της αγοράς των κρατικών ομολόγων, καθιστά το ελληνικό χρέος λιγότερο ευάλωτο σε βραχυπρόθεσμες αναταραχές στις αγορές, παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης.
Παράλληλα, η ΤτΕ σημειώνει ότι παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 80% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.