Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια το κόστος της πανδημίας για την ελληνική οικονομία. Εκτιμώ ωστόσο ότι, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες της κυβέρνησης, το βάθος της κρίσης θα είναι δυσθεώρητο. Εξηγούμαι:
Ένα πολύ σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ της χώρας παράγεται από τους κλάδους του τουρισμού και της ναυτιλίας. Οι δύο αυτοί κλάδοι είναι κυκλικοί. Βασίζονται δηλαδή στη διαδρομή της ζήτησης.
Η άμεση και έμμεση συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία ανέρχεται κατά τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, περίπου στο 21%-23% του ΑΕΠ. Αντιστοίχως, η ποντοπόρος ναυτιλία συνεισφέρει περίπου 7% στο ΑΕΠ της χώρας. Και οι δύο κλάδοι μαζί αγγίζουν το 30%.
Η τουριστική περίοδος στην Ελλάδα διαρκεί έξι μήνες. Για τα εποχικά τουριστικά καταλύματα ο Μάιος χάθηκε ήδη και μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού το ίδιο θα συμβεί και τον Ιούνιο. Συνεπώς χάθηκε ήδη το 1/3 της τουριστικής περιόδου. Το μεγάλο πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στην ελληνική πλευρά όσο στις χώρες προέλευσης των τουριστών. Η πιθανότητα κατά την τρέχουσα τουριστική περίοδο να μην απογειώνονται αεροπλάνα επειδή σήμερα κανείς δεν διαθέτει γρήγορες και αξιόπιστες διαγνωστικές εξετάσεις που θα επιτρέπουν στους ανθρώπους να ταξιδεύουν με ασφάλεια για εαυτούς και αλλήλους είναι μεγάλη.
Η καθίζηση του διά θαλάσσης παγκόσμιου εμπορίου μείωσε επίσης σε μεγάλο ποσοστό τους ναύλους και θα έχει επίπτωση στον κύκλο εργασιών της ποντοπόρου ναυτιλίας μας.
Η κυβέρνηση αντιδρώντας γρήγορα στήριξε τη συνολική ζήτηση, ώστε η αναπόφευκτη πτώση της να μην είναι απότομη. Κάθε όμως επιδοματική πολιτική έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, όταν τα διάφορα επιδόματα γίνονται μόνιμα. Ο κίνδυνος τα πάσης φύσεως επιδόματα, με το πρόσχημα της έκτακτης ανάγκης, να καταστρέψουν τα δημόσια οικονομικά είναι μεγάλος. Θα αντιτείνει κάποιος ότι για όσο χρόνο διαρκεί η κρίση υπάρχει δημοσιονομική χαλάρωση. Πράγματι, αλλά τα δημόσια οικονομικά τα προσέχουμε ως κόρη οφθαλμού, όχι γιατί μας υποχρεώνει να το κάνουμε κάποιο σύμφωνο σταθερότητας ή κάποιο μνημόνιο ή κάποιος τρίτος υπερεθνικός θεσμός, αλλά επειδή χωρίς υγιή οικονομία καμία χώρα δεν προκόβει, δεν ευημερεί, δεν είναι ανεξάρτητη και ελεύθερη.
Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει το βάρος της στην πλευρά της προσφοράς. Να στηριχθούν αποτελεσματικά οι βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες μολονότι κατάφεραν να επιβιώσουν στα δέκα χρόνια κρίσης υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κινδυνεύουν τώρα εξαιτίας του κορονοϊού να χρεοκοπήσουν.
Η καλύτερη στήριξη που μπορεί να δοθεί στην αληθινή οικονομία είναι η δραστική μείωση των φόρων σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει:
- Μείωση των φορολογικών συντελεστών σύμφωνα με τις προ κρίσης κυβερνητικές εξαγγελίες. Τώρα ίσως θα έπρεπε η μείωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
-Οριστική κατάργηση της προκαταβολής φόρου.
- Δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών των επιχειρήσεων με επιχειρηματικά κέρδη προηγούμενων ετών και μεταφοράς της ζημιάς τουλάχιστον στα δέκα χρόνια με κατάργηση όλων των ανόητων προϋποθέσεων και περιορισμών που θέτει ο ΚΦΕ.
- Φορολογικά κίνητρα σε φυσικά πρόσωπα για επαναπατρισμό κεφαλαίων.
- Περιορισμός όλων των περιττών δημοσίων δαπανών.
- Απελευθέρωση της αγοράς εργασίας από τις ψευδοπροστατευτικές για τον εργαζόμενο νομοθετικές ρυθμίσεις που οδηγούν σε μαζική ανεργία, ενίσχυση της αυτοτέλειας των επιχειρησιακών συμβάσεων, μείωση της αποζημίωσης απόλυσης και κατάργηση του κατώτατου μισθού.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η «μονιμοποίηση» της επιδοματικής πολιτικής θα μετατρέψει τη βραχυπρόθεσμη φτώχεια σε μακροπρόθεσμη οικονομική καταστροφή. Αντιθέτως, η διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει περισσότερη οικονομική ελευθερία κι ένα μικρό και αποτελεσματικό κράτος.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 2 Μαΐου.