H ζημιά από τον πόλεμο στην Ουκρανία και για την ελληνική οικονομία είναι δεδομένη. Ο λογαριασμός είναι υπό… διαμόρφωση, καθώς όσο συνεχίζονται οι εχθροπραξίες ωθώντας τις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών να καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, τόσο βαρύτερο γίνεται και το κόστος.
Το ερώτημα λοιπόν στο οποίο θα κληθεί να απαντήσει η ελληνική κυβέρνηση –πιθανότατα σε σύμπλευση και κατόπιν συμφωνίας με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές- είναι το ποιος θα πληρώσει αυτόν τον λογαριασμό.
Δύο είναι τα ενδεχόμενα: ή θα επιβαρυνθεί ο σημερινός καταναλωτής χάνοντας ένα σημαντικό μέρος από το διαθέσιμο εισόδημά του, ή θα επιβαρυνθεί ο φορολογούμενος του μέλλοντος ο οποίος και θα κληθεί να πληρώσει την αύξηση που θα γίνει σήμερα στο δημόσιο χρέος για να στηριχτούν εδώ και τώρα τα νοικοκυριά και κατά προτεραιότητα τα πιο ευπαθή.
Η αλυσίδα των εξελίξεων δεδομένη: ο πόλεμος φέρνει νέα έκρηξη τιμών και επίπεδα πληθωρισμού που δεν έχουν καταγραφεί ποτέ στην Ευρωζώνη. Αντίστοιχα, και η Ελλάδα υφίσταται ανατιμήσεις που έχουν να σημειωθούν από τον προηγούμενο... αιώνα (σ.σ τελευταία φορά τέτοιος πληθωρισμός καταγράφηκε στα μέσα του 1996 και στις αρχές του 1997).
Οι ανατιμήσεις πιέζουν αφόρητα το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Προς το παρόν, έχουν εφαρμοστεί περιορισμένης έκτασης μέτρα στήριξης τα οποία αντισταθμίζουν ένα μέρος από τις απώλειες του εισοδήματος και μόνο από τις αυξήσεις σε ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο (σ.σ για τον Μάρτιο η επιδότηση του λογαριασμού ρεύματος φαίνεται να κλειδώνει στα 40 ευρώ ενώ θα επιδοτούνται πλέον οι 310 κιλοβατώρες κατανάλωσης ενώ σταθερή στα 40 ευρώ αναμένεται να παραμείνει η επιδότηση για το φυσικό αέριο).
Τι πρέπει να γίνει για να δοθούν περισσότερα χρήματα στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις; Δύο είναι τα ενδεχόμενα. Ή θα αποφασιστεί ότι θα εκτροχιαστεί το πρωτογενές έλλειμμα και η Ελλάδα θα δανειστεί για να πληρώσει τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών (αυξάνοντας ανάλογα το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος) ή θα επιχειρήσει να συγκρατήσει τα δημοσιονομικά μεγέθη ρισκάροντας οι ακραίες ανατιμήσεις να γκρεμίσουν την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτά είναι τα δύο «άκρα». Η πραγματικότητα αναμένεται να «κλείσει» κάπου στη μέση.
Οι αποφάσεις θα ληφθούν αφού ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφού δημοσιευτούν μια σειρά από κρίσιμοι δείκτες. Τα… μαντάτα από το μέτωπο του πληθωρισμού τα μάθαμε και ήταν δυσάρεστα. Μάλιστα ενώ ο εναρμονισμένος δείκτης διαμορφώθηκε στο 6,3% για τον Φεβρουάριο, ο δείκτης τιμών καταναλωτή για τον ίδιο μήνα, θα ανακοινωθεί από την ΕΛΣΤΑΤ στο 7%, επίσης ρεκόρ 25 ετών.
Εκκρεμεί να ανακοινωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021. Από εκεί, τα νέα αναμένεται ότι θα είναι ευχάριστα καθώς το ποσοστό ανάπτυξης για το 2021 είναι πολύ πιθανό να ξεπεράσει το 9%. Επίσης, αναμένεται να ανακοινωθούν και τα νέα από το δημοσιονομικό μέτωπο για το 2021. Και από εκεί αναμένεται ευχάριστα νέα καθώς το πρωτογενές έλλειμμα για το 2021 φαίνεται να κλείνει 1 δις. ευρώ χαμηλότερα σε σχέση με τις προβλέψεις δηλαδή περίπου στο 6,5% του ΑΕπ.
Το πόσα χρήματα θα επιλέξει να ρίξει η κυβέρνηση για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα εξαρτηθεί και από σειρά αποφάσεων που θα ληφθούν μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα:
1. Θα προχωρήσει ή όχι η ελληνική πρόταση για ένα ευρωπαϊκό ταμείο που θα χρηματοδοτεί τις χώρες μέλη προκειμένου να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις; Προφανώς, τα χρήματα που θα λάβει η κάθε χώρα θα είναι δάνειο άρα ο λογαριασμός θα φορτωθεί στο χρέος ήτοι στον φορολογούμενο της επόμενης γενιάς. Αν προχωρήσει η πρόταση, και ταυτόχρονα εξαιρεθούν αυτές οι δαπάνες από το πρωτογενές έλλειμμα, τότε τα περιθώρια για στήριξη των νοικοκυριών με έκτακτου χαρακτήρα δαπάνες θα ενισχυθούν.
2. Θα γίνει ο πόλεμος αιτία να παραταθεί η λεγόμενη ρήτρα διαφυγής και για το 2023. Είναι προφανές ότι πολυπόθητη επιστροφή στην κανονικότητα αμέσως μετά την πανδημία δεν θα γίνει πράξη μετά τα γεγονότα στην Ουκρανία. Αυτό δίνει το περιθώριο να παραταθεί η σχετική δημοσιονομική χαλάρωση κάτι που βέβαια σημαίνει και πάλι αύξηση του χρέους.