Πολλαπλασιαστικά οφέλη προκύπτουν από την ανταλλαγή παλαιών ομολόγων με νέα που ολοκλήρωσε την Τρίτη ο ΟΔΔΗΧ και δημιουργούν περίπου τρία χρόνια παράτασης στους χρόνους εξόφλησης την οποία κέρδισε το ελληνικό χρέος. Με την ανταλλαγή παλαιών ομολόγων με νέες εκδόσεις που έγινε χθες, η «ωρίμανση» του χρέους μεταφέρεται στα 11,2 έτη από 8,5 χρόνια που ήταν πριν.
Τα οφέλη όμως δεν περιορίζονται στην «επιμήκυνση» του χρέους, αλλά έχουν και άλλους παραμέτρους:
1. Έγινε προεξόφληση χρέους για ποσό περίπου 1,1 δισ. ευρώ μειώνοντας ισόποσα το σύνολο του χρέους.
2. Με την προεξόφληση έφυγαν από τη μέση τα παλαιά ομόλογα με κοντινές ημερομηνίες λήξης. Υπήρχαν ομόλογα που έληγαν κάθε χρόνο από το 2023 έως και το έτος 2027. Από τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που δόθηκαν σε ανταλλαγή, το κοντινότερο λήγει πλέον το έτος 2027.
3. Στο βαθμό που τα ομόλογα αυτά ανήκουν σε θεσμικούς επενδυτές της αγοράς, είναι τώρα πολύ απλό και σχεδόν βέβαιο, ότι οι επενδυτές στα νέα ομόλογα με τη λήξη τους, θα «ρολάρουν» και τα κεφάλαια θα επανεπενδυθούν στην επόμενη έκδοση του ελληνικού δημοσίου, πράγμα που δεν θα ήταν ούτε τόσο απλό ούτε εύκολο με τις παλαιές σειρές.
4. Συγκεντρώθηκε το χρέος που ανταλλάχθηκε, σε 4 μόνο νέες εκδόσεις, με λήξεις στα έτη 2027, 2033, 2037 και 2042. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργήθηκε κάποιο επιπλέον βάθος στις συγκεκριμένες νέες εκδόσεις, οπότε οι αγοραπωλησίες θα είναι ευκολότερες, γιατί η αγορά είναι εξαιρετικά ρηχή και οι αγορές της ΕΚΤ με το πρόγραμμα PEPP την έχουν στραγγίξει, επηρεάζοντας την καμπύλη του χρέους.
5. Η δημιουργία καμπύλης στους ελληνικούς τίτλους, θα ωφελήσει το ελληνικό χρέος και θα βοηθήσει τις νέες εκδόσεις απαλείφοντας μέρος από το premium που φέρουν δυνητικά, λόγω έλλειψης «βάθους» της αγοράς.
Το premium (καπέλο) στο οποίο υποχρεώνει η έλλειψη βάθους
Η ύπαρξη πολλών παλαιών μικρών εκδόσεων διεσπαρμένων τόσο πολύ μεταξύ τους, είχε ένα κόστος που δεν είναι κατανοητό στο ευρύ κοινό. Είναι όμως απολύτως κατανοητό μεταξύ των επαγγελματιών διαχειριστών και επηρεάζει την έκδοση και των νέων ομολόγων, καθώς οφείλεται στην έλλειψη ρευστότητας. Στην έλλειψη βάθους.
Ένας διαχειριστής Αμοιβαίου για παράδειγμα, δεν μπαίνει σε μία αγορά που δεν υπάρχουν τίτλοι και άρα δεν παρακολουθούν καν οι δυνητικοί αγοραστές, γιατί αν χρειαστεί να ρευστοποιήσει τον τίτλο δεν θα μπορεί. Είναι υποχρεωμένος να διακρατήσει τον τίτλο μέχρι τη λήξη για να πληρωθεί ή αν έχει πολύ μεγάλη ανάγκη ρευστού, είναι υποχρεωμένος να τον «σκοτώσει» κυριολεκτικά.
Αυτό διαμορφώνει την ανάγκη για premium (καπέλο) όταν το δημόσιο εκδίδει τίτλους για δανεισμό. Με τη διαγραφή των τίτλων που ήταν διεσπαρμένοι αυτό έληξε και με τη συγκέντρωση των κεφαλαίων σε νέες εκδόσεις, αυξήθηκε λίγο και το βάθος για τα νέα ομόλογα.
Η επιτυχία της ανταλλαγής ήταν μεγάλη και άγγιξε το 73%. Δηλαδή ανταλλάχθηκαν ομόλογα περίπου 2,92 δισ. ευρώ σε ένα σύνολο περίπου 4 δισ. ευρώ ομολόγων. Έμεινε ένα υπόλοιπο ομολόγων περίπου 1,1 δισ. ευρώ που δεν ανταλλάχθηκε. Συνολικά το δημόσιο αντάλλαξε με ένα συνδυασμό νέων ομολόγων ονομαστικής αξίας 1,84 δισ. ευρώ και ρευστού (κυρίως για τις πολύ κοντινές λήξεις) ποσού έως και 1,2 δισ. ευρώ.