Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Γνωρίζει άραγε το άτομο πώς θα μεταβληθεί η αναμενόμενη σύνταξή του, αν επιλέξει να εργασθεί με μερική απασχόληση ή αν για κάποιο χρονικό διάστημα επιλέξει να αυτασφαλιστεί;
Η απάντηση είναι κοινή και στις τέσσερις ερωτήσεις που διατυπώθηκαν και είναι αρνητική. Όχι, ο εργαζόμενος δεν έχει την παραμικρή εικόνα για οτιδήποτε έχει να κάνει με τις εισφορές που έχει καταβάλει, τη σύνταξη που θα λάβει και τις επιλογές τις οποίες θα μπορούσε να ακολουθήσει στον εργασιακό του βίο. Οι συνταξιοδοτικές εισφορές του εργαζόμενου δεν αποτελούν τμήμα των αμοιβών που αποταμιεύεται και επενδύεται για το μέλλον, αλλά μια ακόμα τιμωρητική φορολογία που επιβαρύνει την εργασία, καθώς οι εισφορές ουδεμία σχέση έχουν πλέον με το άτομο και τις επιλογές του. Το ύψος της σύνταξης και ο χρόνος της καταβολής της δεν αποτελούν επιλογή του ίδιου του ατόμου, αλλά απόφαση του κράτους. Επομένως, έχει καθαρά φορολογική στόχευση, αφού η φιλοσοφία το συνταξιοδοτικού συστήματος είναι αναδιανεμητικού χαρακτήρα και κρατικής παρέμβασης.
Η ψύχραιμη καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης στον χώρο των συντάξεων, παρ' όλες τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει, τις μεταρρυθμίσεις που έχουν οριακά ολοκληρωθεί και την πίεση της τρόικας για την αναζήτηση βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, δείχνει πως τα πράγματα δεν είναι ανθηρά. Μπορεί το σημερινό σύστημα να δείχνει μια οριακή ισορροπία, όμως η φιλοσοφία του και η εφαρμογή του υπονομεύουν σε βάθος χρόνου τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Κι αυτό διότι εξακολουθεί να διακατέχεται από την ίδια σχεδόν αντίληψη προσέγγισής του, η οποία κυριαρχούσε πριν από την κρίση και μας οδήγησε στα μνημόνια. Είναι, δε, κραυγαλέο πως το υπάρχον συνταξιοδοτικό σύστημα βόλεψε με τον καλύτερο τρόπο την περίφημη «γενιά του Πολυτεχνείου», που πρόλαβε και συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα, με προνομιακούς όρους, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το σύστημα για τις επόμενες δεκαετίες. Και είναι κραυγαλέο, διότι όλοι γνωρίζουμε πως οι συντάξεις που καταβάλλονται ειδικά σε αυτή την κατηγορία προνομιούχων συνταξιούχων, ουδεμία σχέση έχουν με τις εισφορές που έχει εισφέρει η τάξη των εγχώριων «baby boomers» στο ασφαλιστικό σύστημα.
Σήμερα οι εισφορές για σύνταξη γήρατος κυμαίνονται από 27% έως 38% του εισοδήματος του εργαζόμενου, υπάλληλου ή ελεύθερου επαγγελματία. Οι εισφορές δεν επαρκούν για να σταθεί όρθιο το σύστημα και έτσι η καταβολή των συντάξεων συνεπικουρείται από μια ισόποση κρατική επιχορήγηση. Μια επιχορήγηση που είναι η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και που ασφαλώς δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμη σε βάθος χρόνου, καθώς το δημοσιονομικό της κόστος είναι υπερβολικό και πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας.
Σήμερα το συνταξιοδοτικό σύστημα αφαιρεί από τον εργαζόμενο τη δυνατότητα σχεδιασμού και προγραμματισμού του εργασιακού βίου του και γενικότερα της ζωής του, αφού κάθε σχετική απόφαση λαμβάνεται κεντρικά, με άξονα γενικές οδηγίες, ηλικιακά όρια και δημοσιονομικές δυνατότητες. Το κράτος λαμβάνει τις αποφάσεις που αφορούν κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών και μάλιστα όχι με κριτήριο τους ίδιους και τις ατομικές τους ελευθερίες και αποφάσεις, αλλά το «γενικότερο καλό», που όπως όλοι γνωρίζουμε συρρικνώνει τις ατομικές επιλογές.
Σήμερα υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα με κύρια σύνταξη δύο επιπέδων, την εθνική και την αναλογική, για όλους τους νέους και παλιούς ασφαλισμένους, αλλά ακόμα και για τους υφιστάμενους συνταξιούχους, και ηλικία συνταξιοδότησης τα 67 έτη ή τα 62, εφόσον έχουν συμπληρωθεί 40 εργασιακά έτη. Είναι ένα σύστημα που ήδη φαίνεται πως θα επιβαρύνει υπέρμετρα τις επόμενες γενεές, με αποτέλεσμα την έξαρση, ακόμα περισσότερο, της εισφοροδιαφυγής, αφού τόσο οι νέοι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες προτιμούν τη «μαύρη» καταβολή του επιπλέον ασφαλιστικού κόστους. Και αυτό διότι έτσι, από τη μία ο νέος εργαζόμενος επιλέγει να συμμετάσχει σε ένα ιδιωτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα με αυτά τα επιπλέον χρήματα, αντί για την καταβολή των υποχρεωτικών εισφορών, και από την άλλη ο εργοδότης εξοικονομεί χρήματα για να τροφοδοτήσει την επιχείρησή του.
Είναι βαθιά ανήθικο η νέα γενιά, που δραστηριοποιείται σήμερα επαγγελματικά μέσα σε έναν οικονομικό μεσαίωνα και σε συνθήκες ζούγκλας, να καλείται να πληρώνει τα σπασμένα του ασφαλιστικού συστήματος που δομήθηκε στη μεταπολίτευση και διασπάθισε για χρόνια τις συνταξιοδοτικές εισφορές και τις νοσοκομειακές δαπάνες. Ενός συστήματος που στηρίχθηκε σε «κεκτημένα» και σε «δικαιώματα», σε «χαριστικές διατάξεις» και «εξαγορές συνειδήσεων».
Οι μελέτες που έχουν γίνει καταλήγουν πως οι λύσεις που πρέπει να αναζητηθούν θα αφορούν τρεις κατηγορίες. Τους εργαζόμενους που είναι ακόμα μέχρι 45, τους εργαζόμενους που είναι μετά τα 45 και τους υπάρχοντες συνταξιούχους.
Στην πρώτη κατηγορία είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί το σύστημα των τριών πυλώνων. α) Οι εργαζόμενοι καταβάλλουν εισφορές κύριας σύνταξης σε ατομικούς λογαριασμούς που είναι καρά ανταποδοτικοί. β) Καταβάλλουν εισφορές για επικουρική σύνταξη, κεφαλαιοποιητικής εφαρμογής και γ) οι εργαζόμενοι προβαίνουν σε ατομική αποταμίευση και επένδυση μέσω επαγγελματικών, συλλογικών επενδυτικών οντοτήτων.
Για τους εργαζομένους άνω των 45 ετών θα πρέπει να υπάρχει ένα μεταβατικό στάδιο, καθώς δεν είναι εύκολο να δημιουργηθούν από την αρχή ατομικοί λογαριασμοί ούτε ατομικές ιδιωτικές αποταμιεύσεις. Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων θα γίνεται μέσω της γενικής φορολογίας.
Για τους υπάρχοντες συνταξιούχους θα πρέπει να εξορθολογιστεί πλήρως το σύστημα κατανομής διαφόρων κατηγοριών, που σήμερα δεν απορρέουν ούτε από ηλικιακά κριτήρια ούτε από το σύνολο των καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών τους. Παράλληλα η προστασία των εισοδημάτων με πραγματικά χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να μεταφερθεί, σύμφωνα με τις μελέτες που παρουσιάζονται, εκτός συστήματος συντάξεων, στο κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης ή στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που πρέπει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικής συνοχής.
Με αυτόν τον τρόπο, θα υπάρξει δυνατότητα μείωσης των εισφορών των εργαζομένων για κύρια ασφάλιση από το 20% στο 10% και ουσιαστικό κίνητρο για την ασφάλιση των νέων εργαζομένων, κίνητρο για περισσότερη δουλειά και ανάπτυξη. Διότι όταν ο εργαζόμενος γνωρίζει πως οι εισφορές αφορούν τον ίδιο, το μελλοντικό του εισόδημα και την αποταμίευσή του, και όχι ένα απύθμενο πηγάδι καταβολών αμφίβολης επιστροφής, τότε κινητοποιείται διαφορετικά.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, της παράλληλης λειτουργίας των δύο συστημάτων και του περάσματος στο νέο σύστημα, ασφαλώς και θα συνεκτιμηθούν πολλοί παράγοντες, μη εξαιρουμένης της πορείας του ΑΕΠ.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων είναι δειλές ως προς την προσέγγισή τους στο συνταξιοδοτικό πρόβλημα και φειδωλές ως προς τη λήψη άμεσων μέτρων, αναβάλλοντας δυστυχώς τη λύση βαθιά στο μέλλον, απομακρύνοντας έτσι το λεγόμενο «πολιτικό κόστος». Tουλάχιστον η Νέα Δημοκρατία ενστερνίζεται τη μείωση των εισφορών για σύνταξη, γεγονός που θα βοηθήσει τη χώρα επενδυτικά και αναπτυξιακά. Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, δηλώνοντας πως δεν βλέπουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 24.5.2019.