Καθώς η παγκόσμια, αλλά και η ελληνική οικονομία βρίσκονται σε ύφεση τίθεται επιτακτικά το ερώτημα κατά πόσο μία χώρα πρέπει να αποπληρώνει μεγαλύτερο μέρος του χρέους της όταν αυτή διαθέτει την δυνατότητα και λιγότερο όταν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες.
Ερώτημα επίκαιρο ειδικά εάν σκεφθεί κανείς ότι οι νέες προβλέψεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα κάνουν λόγο για ύφεση 10% το 2020 και μικρή μόνο ανάκτηση του χαμένου εδάφους με ανάπτυξη 5% το 2021, ενώ την ίδια στιγμή το δημόσιο χρέος θα εκτιναχθεί στο 200,9% του ΑΕΠ (το 2020).
Και ενώ πολλοί περιμένουν μήπως Γερμανία αλλά και Ολλανδία συμφωνήσουν στην κοινή έκδοση ομολόγου με ρήτρα...κορονοϊού, υπάρχει μια άλλη πρόταση για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου χρέους η οποία έχει ήδη τεθεί στο τραπέζι των υπουργών οικονομικών των G20 χωρών από τον...Μάρτιο του 2017.
Η πρόταση δίνει την δυνατότητα σε κάθε χώρα να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις ανάλογα με τις εξελίξεις στο ονομαστικό της ΑΕΠ. Πράγματι, η κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων αυξάνει (τάχιστα) όταν το ΑΕΠ αναπτύσσεται με ισχυρό ρυθμό και «κατεβάζει» ταχύτητα όταν το ΑΕΠ αυξάνεται με μικρότερο ρυθμό ή/και συρρικνώνεται.
Το βασικό πλεονέκτημα της πρότασης για την χώρα που εκδίδει το αντίστοιχο ομόλογο σύνδεσης των δανειακών υποχρεώσεων με το ΑΕΠ της είναι ότι, στο βαθμό που η οικονομική ανάπτυξη είναι ασθενής, οι δανεικές υποχρεώσεις (της συγκεκριμένης χώρας) φθίνουν. Κάτι, που με τη σειρά του, σημαίνει ότι ο λόγος χρέους/ΑΕΠ αυξάνει με βραδύτερο ρυθμό σε ασθενείς οικονομικές περιόδους και, κατά συνέπεια, μειώνεται η ανάγκη για εφαρμογή παρατεταμένης λιτότητας προκειμένου η συγκεκριμένη χώρα να βελτιώσει την βιωσιμότητα του χρέους της.
Βέβαια, προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων χρειάζεται το κόστος δανεισμού να ικανοποιεί τόσο την χώρα-εκδότρια όσο και τους επίδοξους επενδυτές. Λογικό είναι, όπως αναφέρω λεπτομερώς εδώ, τα ομόλογα αυτά να προσφέρουν στους επίδοξους επενδυτές ένα premium το οποίο είναι συνδεδεμένο με τις εξελίξεις στο ΑΕΠ.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα αντιμετωπίζει υψηλότερο premium από την Γερμανία, καθώς από την γέννηση της Ευρωζώνης, η μεταβλητότητα του ελληνικού ρυθμού ανάπτυξης είναι τριπλάσια από εκείνης του γερμανικού ρυθμού.
Επιπλέον, θα περίμενε κανείς το premium να συνδέεται και με άλλους δείκτες, όπως για παράδειγμα, την ικανότητα της κάθε κυβέρνησης να εφαρμόζει διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα ενισχύσουν τις οικονομικές της επιδόσεις. Και εδώ, σύμφωνα με τους δείκτες της World Bank, η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Γερμανία. Συνεπώς, το ελληνικό premium θα είναι υψηλότερο από το γερμανικό.
Εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί είναι ότι οι επενδυτές θα πεισθούν να αγοράσουν τα παραπάνω προϊόντα εάν και εφόσον η αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων διαθέτει ρευστότητα. Κάτι που σημαίνει ότι πολλές χώρες θα πρέπει ταυτόχρονα να εκδώσουν τέτοιου είδους ομόλογα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πέρα από την ανάλωση των Ευρωπαίων σε ατέρμονες συζητήσεις για την έκδοση κοινού ευρωομολόγου, θα μπορούσαν, τουλάχιστον, να συμφωνήσουν στην έκδοση ομολόγων τα οποία συνδέονται με το ΑΕΠ της κάθε χώρας.
Σε τελική ανάλυση, τόσο η ύφεση, όσο και μελλοντικά ασθενείς ρυθμοί ανάπτυξης, «χτυπούν» την πόρτα σε όλους. Άρα, δεν πρόκειται για μία πρόταση που θα εξυπηρετήσει μόνο την περιφέρεια της Ευρωζώνης.