Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μία εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη λαμβάνει χώρα στις αγορές το τελευταίο διάστημα υποδεικνύοντας ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι απόλυτα κρίσιμοι για την οικονομία. Η πρωτοφανής νευρικότητα και οι απότομες μεταβολές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, στις συναλλαγές της Τετάρτης, που είχαν επίκεντρο τις τράπεζες, αμβλύνθηκαν χθες, ωστόσο οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων συνέχισαν την ανοδική τους πορεία.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι το κόστος δανεισμού της χώρας σκαρφαλώνει στο επίπεδο του 4,56%, που σημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο είναι... και με τη βούλα αποκλεισμένο από τις αγορές. Η διαφοροποίηση σε σύγκριση με τις διακυμάνσεις των προηγούμενων μηνών είναι ότι οι ελληνικοί τίτλοι εμφανίζουν έντονα σημάδια «απαγκίστρωσης» από τα ιταλικά ομόλογα.
Αυτή θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη αν οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων βρίσκονταν σε μία σταθερή ανοδική πορεία και των ελληνικών κινούνταν καθοδικά. Όμως στις συναλλαγές της Τετάρτης είδαμε τις αποδόσεις των ιταλικών να υποχωρούν και των ελληνικών να ενισχύονται. Μάλιστα, οι ελληνικοί τίτλοι παρέμειναν στο μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών της Πέμπτης πάνω από το επίπεδο του 4,5%.
Αυτό σημαίνει ότι αφενός η Ελλάδα παίζει το ρόλο του... χρήσιμου ηλίθιου, ήτοι του αδύναμου κρίκου, που πλήττεται κάθε φορά που ενισχύονται οι φόβοι σχετικά είτε με την Ιταλία είτε με οποιαδήποτε άλλη εστία αβεβαιότητας. Αφετέρου, η Ελλάδα προκαλεί και η ίδια αναταράξεις επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο το κλίμα.
Κατά συνέπεια, τα ελληνικά ομόλογα δείχνουν εγκλωβισμένα. Αν οι ανησυχίες για την Ιταλία περιορίζονται, αναδύονται οι προβληματισμοί για τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης και την έλλειψη αξιοπιστίας ενόψει εκλογών. Αν, στον αντίποδα, οι πιέσεις προς τα ιταλικά ομόλογα κλιμακώνονται για έναν από τους άπειρους λόγους που μπορούν να προκαλέσουν κάτι τέτοιο λόγω της «ιταλικής παράνοιας», τότε οι ελληνικοί τίτλοι θα πιέζονται και αυτοί διότι «αυξάνονται οι ανησυχίες για μετάδοση της κρίσης».
Ο κίνδυνος μίας αυτοτροφοδοτούμενης κρίσης στα ελληνικά ομόλογα είναι κατ'' επέκταση κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Και όλα αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν η κυβέρνηση και ο Αλέξης Τσίπρας μπορούσαν να πείσουν τις αγορές ότι θα πράξουν τα δέοντα για να εκσυγχρονιστεί η οικονομία, να έρθουν ξένες επενδύσεις και να οδηγηθεί η χώρα από τις μίζερες επιδόσεις σε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Θυμάται κανείς την αξιοσημείωτη δήλωση του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ; «Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει, αλλά η οικονομία πάει καλά». Δηλαδή αν πήγαινε άσχημα τι θα γινόταν;
Σε λίγο η κυβέρνηση θα μας πει ότι το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας στο 4,56% είναι ικανοποιητικό αφού απέχει σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα από το αμερικανικό και δεν γίνεται το ελληνικό δημόσιο να δανείζεται το ίδιο φθηνά με τις ΗΠΑ...
Για να επιστρέψουμε στα σοβαρά, είναι προφανές ότι με τα ομόλογα στο 4,5% όχι μόνο απομακρύνεται η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές και δυσκολεύει το έργο των τραπεζών να «ξεφορτωθούν» 50 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων, αλλά πλήττεται η οικονομία σε όλα τα επίπεδα. Κινδυνεύει, επίσης, να επιβεβαιωθεί η Capital Economics, η οποία προειδοποίησε ότι το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» το οποίο τόσο πολύ έχει διαφημίσει η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να τελειώσει πριν η χώρα καταφέρει να βγει στις αγορές.
Και επειδή το «μαξιλάρι» καλύπτει τις ανάγκες του δημοσίου έως το 2020, το «καμπανάκι» της Capital Economics δείχνει ότι είναι πιθανό να μείνουμε εκτός αγορών ακόμη και μετά τις εκλογές, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το έργο της επόμενης κυβέρνησης.
Υπάρχει, όμως, μία ακόμη πτυχή που μάλλον δεν έχουν σκεφτεί στην κυβέρνηση.
Όσο δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στη χώρα, δυσκολεύει και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις δεσμεύσεις που έχει λάβει η κυβέρνηση έναντι των πιστωτών. Με άλλα λόγια, αν η χώρα είχε καταφέρει να αλλάξει το επενδυτικό κλίμα θα ήταν πιο εύκολο να πάρουν πίσω μέτρα, όπως για παράδειγμα να μην περικοπούν οι συντάξεις.
Σημειώνεται ότι τα ομόλογα είχαν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο τον Ιούνιο του 2018 λίγες ημέρες πριν το κρίσιμο Eurogroup για το ελληνικό χρέος και στις αρχές Σεπτεμβρίου εξαιτίας των ανησυχιών για την Ιταλία, όμως στη συνέχεια υποχώρησαν, δίνοντας μία ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα να διαλαλήσει την έξοδο από τα μνημόνια, τονίζοντας ότι αποτελεί πραγματικότητα και όχι επικοινωνιακό αφήγημα.