*H Γεωργία Καλπακλή, Senior Manager στην EY Ελλάδος και μέλος του IFRS Desk της ΕΥ στην περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), στο πλαίσιο της στήλης της EY για θέματα εταιρικών αναφορών και Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς στο Liberal, αναφέρεται στις συμφωνίες χρηματοδότησης της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις πρόσφατες εξελίξεις από το Συμβούλιο ΔΛΠ
Οι συμφωνίες χρηματοδότησης της εφοδιαστικής αλυσίδας (ευρύτερα γνωστές και ως Supply Chain Financing) έχουν καταγράψει αυξημένο ενδιαφέρον παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, τόσο από τις ρυθμιστικές αρχές, όσο και από τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων, λόγω του ότι αποτελούν μια ολοένα και αυξανόμενη πηγή χρηματοδότησης για τις εταιρείες. Μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές αυτών των συμφωνιών είναι το Reverse Factoring.
Ενδεικτικά, μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας, οι αγοραστές αγαθών ή υπηρεσιών εξασφαλίζουν παρατεταμένους όρους αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους, συνήθως μέσω ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος το οποίο αναλαμβάνει α) να πληρώσει τις υποχρεώσεις του αγοραστή στον προμηθευτή, ο οποίος συνήθως πληρώνεται νωρίτερα από τους συμβατικούς όρους πληρωμής με τον αγοραστή, και β) δέχεται να πληρωθεί από τον αγοραστή σε κάποια ημερομηνία μεταγενέστερη της πληρωμής του προμηθευτή.
Ποια είναι τα σχετικά λογιστικά ζητήματα που προκύπτουν σε αυτούς τους τύπους συμφωνιών;
Το κύριο λογιστικό ζήτημα είναι η ταξινόμηση / παρουσίαση αυτής της υποχρέωσης στην κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης του αγοραστή μέχρι να πληρωθεί πραγματικά – πρόκειται δηλαδή για μία εμπορική υποχρέωση ή κάποιας άλλης μορφής υποχρέωση (για παράδειγμα δάνειο)· αυτός ο προσδιορισμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού θα μπορούσε να έχει και σημαντικό αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική θέση του αγοραστή, όπως για παράδειγμα στον δείκτη μόχλευσης. Ωστόσο, τέτοιες συμφωνίες εγείρουν ζητήματα ισοδύναμης σημασίας ως προς την παρουσίασή τους στην κατάσταση ταμειακών ροών, καθώς επηρεάζουν τον προσδιορισμό του κατά πόσο οι ταμειακές εισροές και εκροές θα παρουσιαστούν ως λειτουργικές ή χρηματοδοτικές.
Η ανάγκη για σαφή γνωστοποίηση τέτοιων συμφωνιών σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς («ΔΠΧΑ») είναι κάτι που έχει τονιστεί στο παρελθόν από αρκετούς Ευρωπαϊκούς και Αμερικανικούς ρυθμιστικούς φορείς. Πιο πρόσφατα, στις αρχές του 2020, η Moody's Investors Service επεσήμανε στην Επιτροπή Διερμηνειών του Συμβουλίου των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων («IFRIC» ή «Επιτροπή») τις ανησυχίες της σχετικά με την ταξινόμηση και γνωστοποίηση τέτοιων υποχρεώσεων, καθώς και των κινδύνων ρευστότητας που προκύπτουν από συμφωνίες χρηματοδότησης της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως είναι το Reverse Factoring, και ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο παροχής καθοδήγησης.
Η απάντηση από την Επιτροπή
Ως απάντηση στις ανησυχίες που διατυπώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2020, η Επιτροπή εξέδωσε μια απόφαση (η «Απόφαση») σχετικά με τις συμφωνίες αυτές. Αν και η Απόφαση επικεντρώθηκε μόνο σε συμβάσεις Reverse Factoring, δεδομένου ότι με βάση την έρευνα της Επιτροπής, αυτές προσδιορίστηκαν ως οι πιο κοινές συμφωνίες χρηματοδότησης της εφοδιαστικής αλυσίδας, η Απόφαση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλους τύπους συμφωνιών Supply Chain Financing. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τρέχουσες αρχές και απαιτήσεις στα ΔΠΧΑ παρέχουν μια επαρκή βάση για να προσδιορίσει μια οικονομική οντότητα την παρουσίαση των υποχρεώσεων που αποτελούν μέρος των συμφωνιών Reverse Factoring.
Στην Απόφαση η Επιτροπή ασχολήθηκε κυρίως με τα ακόλουθα θέματα:
1. Παρουσίαση στην κατάσταση χρηματοικονομικής θέσης: Στην ανάλυσή της, η Επιτροπή σημείωσε τις υφιστάμενες απαιτήσεις του ΔΛΠ 1 Παρουσίαση οικονομικών καταστάσεων («ΔΛΠ 1») σχετικά με την παρουσίαση των εμπορικών και λοιπών υποχρεώσεων, ξεχωριστά από άλλες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, καθώς και τον ορισμό των εμπορικών υποχρεώσεων με βάση το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 37 Προβλέψεις, Ενδεχόμενες υποχρεώσεις και Ενδεχόμενες Απαιτήσεις. Ως αποτέλεσμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια οικονομική οντότητα παρουσιάζει μια χρηματοοικονομική υποχρέωση ως εμπορική μόνο όταν: “αντιπροσωπεύει υποχρέωση πληρωμής για αγαθά ή υπηρεσίες, τιμολογείται ή έχει συμφωνηθεί επίσημα με τον προμηθευτή και αποτελεί μέρος του κεφαλαίου κίνησης που χρησιμοποιείται από την οικονομική οντότητα στα πλαίσια του λειτουργικού της κύκλου”. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψιν τις διατάξεις ταξινόμησης και παρουσίασης του ΔΛΠ 1, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος μιας συμφωνίας Reverse Factoring παρουσιάζονται: “ως μέρος των εμπορικών και λοιπών υποχρεώσεων μόνο όταν αυτές οι υποχρεώσεις έχουν παρόμοια φύση και λειτουργία με τις εμπορικές υποχρεώσεις ή σε χωριστή γραμμή όταν το μέγεθος, η φύση ή η λειτουργία αυτών των υποχρεώσεων καθιστά την ξεχωριστή παρουσίαση σχετική για την κατανόηση της χρηματοοικονομικής θέσης της οντότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποσά, τη φύση και το χρονοδιάγραμμα αυτών των υποχρεώσεων”.
Κατά την αξιολόγηση της παρουσίασης των υποχρεώσεων που αποτελούν μέρος μιας συμφωνίας Reverse Factoring, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι πτυχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη, μπορεί να περιλαμβάνουν το κατά πόσο παρέχεται κάποια πρόσθετη εξασφάλιση ως μέρος της συμφωνίας που δεν θα δινόταν χωρίς τη συμφωνία, και κατά πόσο οι όροι των υποχρεώσεων της συμφωνίας διαφέρουν ουσιαστικά από τους όρους των εμπορικών υποχρεώσεων της οικονομικής οντότητας, που δεν αποτελούν μέρος της συμφωνίας. Ένα παράδειγμα για το τελευταίο θα μπορούσαν να είναι σημαντικές διαφοροποιήσεις στους όρους αποπληρωμής.
2. Παρουσίαση στην κατάσταση ταμειακών ροών: Η Απόφαση εξηγεί περαιτέρω ότι οι ταμειακές ροές από μια συμφωνία Reverse Factoring θα πρέπει να ταξινομούνται ως λειτουργικές ή χρηματοδοτικές. Αυτό με τη σειρά του, θέτει τις ακόλουθες προκλήσεις:
α) Θα πρέπει η παρουσίαση της υποχρέωσης χρηματοδότησης από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης να επηρεάσει την παρουσίαση των ταμειακών ροών; Για παράδειγμα, εάν η υποχρέωση παρουσιάζεται εκτός των εμπορικών υποχρεώσεων, θα πρέπει η τελική πληρωμή στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να παρουσιάζεται ως χρηματοδοτική εκροή; Ή μήπως πρέπει να παρουσιάζεται ως λειτουργική ταμειακή εκροή με βάση τη φύση των δραστηριοτήτων που αρχικά οδήγησαν στην αναγνώριση της υποχρέωσης που διακανονίστηκε μέσω του Reverse Factoring;
β) Θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στην κατάσταση ταμειακών ροών η πληρωμή της υποχρέωσης απευθείας από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στον προμηθευτή ή πρόκειται για μια μη ταμειακή συναλλαγή για την οντότητα;
Όσον αφορά την πρώτη ερώτηση, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η αξιολόγηση για τη φύση των υποχρεώσεων που αποτελούν μέρος της συμφωνίας μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό των σχετικών ταμειακών ροών, δηλαδή εάν προκύπτουν από λειτουργικές ή χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, εάν η οικονομική οντότητα θεωρεί ότι η σχετική υποχρέωση είναι εμπορική ή άλλη υποχρέωση που αποτελεί μέρος του κεφαλαίου κίνησης που χρησιμοποιείται στις κύριες δραστηριότητες παραγωγής εσόδων της οικονομικής οντότητας, τότε οι σχετικές ταμειακές εκροές για τον διακανονισμό της υποχρέωσης παρουσιάζονται ως προκύπτουσες από λειτουργικές δραστηριότητες στην κατάσταση ταμειακών ροών. Αντίθετα, εάν η οικονομική οντότητα θεωρεί ότι η σχετική υποχρέωση δεν είναι εμπορική ή άλλη υποχρέωση επειδή αντιπροσωπεύει δάνειο, τότε οι αντίστοιχες ταμειακές εκροές για τον διακανονισμό της υποχρέωσης παρουσιάζονται ως προκύπτουσες από χρηματοδοτικές δραστηριότητες στην κατάσταση ταμειακών ροών.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα παραπάνω, η Απόφαση δε δίνει περισσότερη κατεύθυνση, πέραν από την αναγνώριση ότι, γενικά, στις συμφωνίες Reverse Factoring μπορεί να προκύψουν ταμειακές ροές από την πρακτορεία των απαιτήσεων ενός τιμολογίου, οπότε θα πρέπει να εφαρμόζονται οι γενικές απαιτήσεις του ΔΛΠ 7 Κατάσταση ταμειακών ροών («ΔΛΠ 7»). Επομένως, εάν προκύπτουν ταμειακές εισροές και εκροές για την οικονομική οντότητα όταν ένα τιμολόγιο αποτελεί μέρος μιας συμφωνίας Reverse Factoring, η οικονομική οντότητα παρουσιάζει αυτές τις ταμειακές ροές στην κατάσταση ταμειακών ροών της. Εάν δεν υπάρχει εισροή ή ταμειακή εκροή για μια οικονομική οντότητα σε μια χρηματοοικονομική συναλλαγή, η οικονομική οντότητα γνωστοποιεί τη συναλλαγή στις οικονομικές καταστάσεις με τρόπο που να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοδοτική δραστηριότητα.
3. Γνωστοποιήσεις στις σημειώσεις των οικονομικών καταστάσεων: Η Επιτροπή τόνισε μια σειρά από απαιτήσεις γνωστοποίησης που θα μπορούσαν να σχετίζονται με τις συμφωνίες Reverse Factoring.
Πρώτον, το ΔΛΠ 7 απαιτεί γνωστοποιήσεις που επιτρέπουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να αξιολογούν τις αλλαγές στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρηματοδοτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων, τόσο των αλλαγών που προκύπτουν από ταμειακές ροές, όσο και από μη ταμειακές ροές (ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αναταξινόμηση υποχρεώσεων από εμπορικές υποχρεώσεις σε δανειακές υποχρεώσεις).
Στη συνέχεια, η Επιτροπή εστίασε στις απαιτήσεις του ΔΠΧΑ 7 Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις («ΔΠΧΑ 7»), βάσει των οποίων μια οικονομική οντότητα πρέπει να γνωστοποιεί την έκθεσή της σε κινδύνους από χρηματοοικονομικά μέσα, ποιοι είναι οι στόχοι, οι πολιτικές και οι διαδικασίες της οντότητας για τη διαχείριση των κινδύνων που αντιμετωπίζει, συνοπτικά ποσοτικά δεδομένα σχετικά με την έκθεση της οντότητας στον κίνδυνο ρευστότητας στο τέλος της περιόδου αναφοράς, καθώς και τις σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνου.
Οι συμφωνίες Reverse Factoring, συχνά, δημιουργούν κίνδυνο συγκέντρωσης, επειδή η οικονομική οντότητα συγκεντρώνει ένα μέρος των υποχρεώσεών της σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και όχι σε μια διαφορετική ομάδα προμηθευτών. Συχνά, προκαλούν, επίσης, κίνδυνο ρευστότητας εάν η οικονομική οντότητα λαμβάνει και άλλες πηγές χρηματοδότησης από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, οι οποίες θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο να πρέπει να πληρωθεί ένα σημαντικό ποσό, ταυτόχρονα, σε έναν αντισυμβαλλόμενο.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην Απόφασή της, η Επιτροπή ορθώς παρατήρησε ότι η αξιολόγηση του τρόπου παρουσίασης των υποχρεώσεων και των ταμειακών ροών που σχετίζονται με συμφωνίες Reverse Factoring μπορεί να περιλαμβάνει κρίση και τόνισε την απαίτηση του ΔΛΠ 1 να γνωστοποιούνται οι κρίσεις που έχει κάνει η διοίκηση ως προς αυτό, εάν έχουν σημαντική επίδραση στα ποσά που αναγνωρίζονται και παρουσιάζονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, καθώς και κάθε πληροφορία που σχετίζεται με την κατανόηση των συναλλαγών αυτών στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οντότητας.
Τρέχουσες Εξελίξεις από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων («ΣΔΛΠ» ή το «Συμβούλιο»)
Ενώ το Συμβούλιο επιβεβαίωσε αυτή την Απόφαση της Επιτροπής τον Δεκέμβριο του 2020, οι χρήστες των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ενημέρωσαν το ΣΔΛΠ ότι οι πληροφορίες που παρέχουν οι εταιρείες επί του παρόντος σχετικά με αυτήν τη μορφή χρηματοδότησης δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επενδυτών. Ως αποτέλεσμα, σε ένα Προσχέδιο Έκθεσης («ΠΕ») που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021, το ΣΔΛΠ προτείνει την εισαγωγή νέων απαιτήσεων γνωστοποίησης για την ενίσχυση της διαφάνειας τέτοιων ρυθμίσεων και των επιπτώσεών τους στις υποχρεώσεις και τις ταμειακές ροές μιας οικονομικής οντότητας.
Οι προτάσεις στο ΠΕ έχουν σκοπό να συμπληρώσουν τις τρέχουσες απαιτήσεις και να βοηθήσουν τους χρήστες να κατανοήσουν τις επιπτώσεις των συμφωνιών Supply Chain Financing στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, τις ταμειακές ροές, τον κίνδυνο ρευστότητας και τη διαχείριση κινδύνου μιας οικονομικής οντότητας. Το ΠΕ προτείνει ότι το ΔΛΠ 7 θα πρέπει να απαιτεί ρητά τη γνωστοποίηση των «μη ταμειακών αλλαγών που προκύπτουν από συμφωνίες Supply Chain Financing (…), για παράδειγμα, όταν οι μελλοντικές ταμειακές εκροές θα ταξινομηθούν ως ταμειακές ροές από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες», προκειμένου να μπορούν οι χρήστες να αξιολογήσουν τις αλλαγές στις υποχρεώσεις, ως αποτέλεσμα χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Πιθανώς, πιο σημαντική είναι η προτεινόμενη απαίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με τον αντίκτυπο αυτών των συμφωνιών στις υποχρεώσεις και τις ταμειακές ροές, συμπεριλαμβανομένων: των όρων και προϋποθέσεών τους, της λογιστικής αξίας των αντίστοιχων χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων και των κονδυλίων στα οποία παρουσιάζονται, το ποσό αυτών των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που έχουν ήδη διακανονιστεί από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, το εύρος των ημερομηνιών λήξης αυτών των συμφωνιών, καθώς και το εύρος των ημερομηνιών λήξης των εμπορικών υποχρεώσεων που δεν αποτελούν μέρος τέτοιων συμφωνιών.
Στο πλαίσιο των ποσοτικών γνωστοποιήσεων του κινδύνου ρευστότητας του ΔΠΧΑ 7, οι συμφωνίες Supply Chain Financing προτείνονται ως παράδειγμα άλλων παραγόντων που χρήζουν γνωστοποίησης, καθώς και της επίδρασης αυτών των συμφωνιών στους όρους αποπληρωμής. Επιπλέον, προστίθενται αυτές οι συμφωνίες ως παράδειγμα κινδύνου συγκέντρωσης.
Κατά τη στιγμή δημοσίευσης αυτού του άρθρου, το ΣΔΛΠ εξετάζει τα σχόλια που έλαβε από τα ενδιαφερόμενα μέρη για να αποφασίσει την κατεύθυνση αυτού του ΠΕ. Εδώ, αξίζει να αναφερθεί, ότι ενώ οι προτάσεις του Συμβουλίου στο ΠΕ φαίνεται να παρέχουν μόνο περιορισμένες τροποποιήσεις στα σχετικά πρότυπα, ωστόσο είναι σημαντικό για τους συντάκτες των οικονομικών καταστάσεων, τους ελεγκτές, τις ρυθμιστικές αρχές, τους χρήστες και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, να παρακολουθούν τις εξελίξεις, καθώς οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στην ΠΕ αναμένεται να ενισχύσουν τη διαφάνεια των οικονομικών καταστάσεων σχετικά με τις συμφωνίες αυτές.
Κλείνοντας, λαμβάνοντας υπόψιν τα ερωτήματα που προκύπτουν για αυτές τις συμφωνίες και την Απόφαση της Επιτροπής, και εν αναμονή των εξελίξεων από το ΣΔΛΠ, σχετικά με το ΠΕ, αξίζει να τονιστεί ότι η ανάλυση συμφωνιών Supply Chain Financing μπορεί να είναι μια πολύπλοκη άσκηση, και να απαιτεί προσεκτική εξέταση των επιμέρους γεγονότων και περιστάσεων. Στην πράξη, οι οικονομικές οντότητες ενδέχεται να χρειαστεί να εφαρμόσουν υψηλό βαθμό κρίσης στην αξιολόγηση της κατάλληλης παρουσίασης οποιωνδήποτε τέτοιων συμφωνιών.