Συμφωνία, εκλογές ή... δραχμή;

Συμφωνία, εκλογές ή... δραχμή;

Photo Illustration by Milos Bicanski/Getty Images/Ideal Image

Του Βασίλη Γεώργα

Δύο χρόνια αφότου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ ξεκινούσε την προσπάθεια να σκίσει τα μνημόνια, αντιμετωπίζει πλέον την πίεση να υπογράψει προληπτικά και «τέταρτο» με πολύ σκληρά μέτρα και εγγυήσεις που θα πρέπει να ψηφιστούν προκαταβολικά ώστε να ξεκλειδώσουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ, τις «μεσοπρόθεσμες» παρεμβάσεις μείωσης του χρέους και την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.

Οι επιλογές που έχει ο πρωθυπουργός στα χέρια του από χθες το βράδυ είναι πολύ συγκεκριμένες. Η λογική λέει πως κερδίζοντας δύο στα τρία από αυτά που βρίσκονται στο τραπέζι (μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις για το χρέος και ποσοτική χαλάρωση) θα επιλέξει ευκολότερα τη φαινομενικά καλύτερη από τις εναλλακτικές που έχει. Να συμφωνήσει δηλαδή στην ψήφιση των προληπτικών μέτρων για τις περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο, και να τις ενδύσει επικοινωνιακά με τον μανδύα των τελευταίων δύσκολων δεσμεύσεων στο δρόμο για την έξοδο από την κρίση.

Δεν αποκλείεται τελικά να κάνει ακριβώς αυτό. Να μειώσει προκαταβολικά τις συντάξεις (προσωπική διαφορά) και να αυξήσει τους φόρους (αφορολόγητο όριο), αλλά να πανηγυρίζει πως δρομολόγησε τις προϋποθέσεις για έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και πέτυχε να μειώσει το χρέος των μελλοντικών γενεών.

Αν ερμηνεύσουμε λίγο πιο διασταλτικά τη χθεσινή δήλωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου μετά το Eurogroup ότι «οι επιδόσεις της οικονομίας είναι πολύ καλές και ότι η λήψη νέων μέτρων δεν είναι απαραίτητη συνεπώς οι δανειστές πρέπει να το ξανασκεφτούν», ίσως έχουμε μια απάντηση για το που το πάει η κυβέρνηση παρότι επισήμως υποστηρίζει πως απορρίπτει κατηγορηματικά τη νομοθέτηση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η άποψη του Ευκ. Τσακαλώτου ηχεί ως μια καλά διατυπωμένη διαβεβαίωση προς τους ανήσυχους βουλευτές του κόμματος του, ότι αν αποδεχτούν και ψηφίσουν τα προληπτικά μέτρα, δεν θα χρειαστεί ποτέ να εφαρμοστούν γιατί η οικονομία θα υπεραποδόσει. Ή ότι αν τα πράγματα «στραβώσουν», θα είναι μια άλλη κυβέρνηση εκείνη που το 2019-2020 θα επωμιστεί το πολιτικό κόστος.

Φυσικά υπάρχει πάντα και η εναλλακτική της προσφυγής σε πρόωρες εκλογές. Η κυβέρνηση τη συντηρεί ζωντανή είτε γιατί πιστεύει ότι έτσι ασκεί πρόσκαιρα πίεση στους δανειστές ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ολλανδία, την Γαλλία και τη Γερμανία, είτε γιατί πράγματι έχει ενδείξεις ότι δεν θα μπορούσε να περάσει μέτρα για περικοπή συντάξεων και μειώσεις του αφορολόγητου από τη Βουλή, είτε γιατί κρίνει πως οι συνθήκες την ευνοούν να εγκαταλείψει τώρα το πλοίο πριν υποστεί πολύ μεγαλύτερη απώλεια δυνάμεων στο μέλλον. Παρά την φανερή εκλογική προετοιμασία που καταγράφεται στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο, το σενάριο αυτό δεν είναι το πιθανότερο. Στην κυβέρνηση και στο κόμμα είναι πλειοψηφικές ακόμη οι απόψεις ότι αν κλείσει μέχρι τον Φεβρουάριο η συμφωνία υπάρχουν ακόμη περιθώρια να πιστωθεί τα οφέλη από μια λογιστική έστω βελτίωση στην οικονομία τους επόμενους μήνες και να αναζητήσει καλύτερο χρόνο για να προσφύγει στις κάλπες.

Αν πρέπει να ανησυχούμε περισσότερο για κάτι, είναι να μην επιλέξει ο Αλέξης Τσίπρας κανένα από τα δύο αυτά χαρτιά και να προτιμήσει εκείνο της σύγκρουσης με τους δανειστές και της επιστροφής στο «ηρωικό» 2015. Το σενάριο αυτό, να μην κλείσει δηλαδή τη συμφωνία μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου αλλά να τραβήξει τη διαπραγμάτευση όσο πάει ακόμη και αν χρειαστεί να περιμένει την ολοκλήρωση των γερμανικών εκλογών το Φθινόπωρο του 2017 για να εκβιάσει μια λύση, είναι κυριολεκτικά καταστροφικό. Η ζημιά που θα γίνει από την έκρηξη της αβεβαιότητας, την έλλειψη ρευστότητας στα δημόσια ταμεία και την αναζωπύρωση του ρίσκου της χρεοκοπίας, αυτή τη φορά θα είναι μη αναστρέψιμη. Πιθανόν σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μιλάμε για ένα νέο μνημόνιο αλλά για μια καινούρια σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη, πολύ μακριά από τα σημερινά πρότυπα. Αν η επιλογή αυτή δεν ήταν πολιτικά και νομικά επικίνδυνη για τους ανθρώπους που βρίσκονται σήμερα στην κυβέρνηση, ίσως κάποιοι να τη θεωρούσαν περισσότερο πιθανή από ότι πραγματικά είναι.