Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί η Γαλλία και η Ιταλία να συγκεντρώνουν τα βλέμματα σε αυτές τις ευρωεκλογές λόγω της μεγάλης ανόδου των λαϊκιστικών και εξτρεμιστικών κομμάτων, ωστόσο ένα μέρος της επενδυτικής κοινότητας κοιτάζει με μεγάλο ενδιαφέρον τις ελληνικές κάλπες καθώς σε σημαντικό βαθμό αναμένεται να κρίνουν τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Και μαζί με το πολιτικό σκηνικό θα ξεκαθαρίσει και η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.
Αυτή τη στιγμή, πάντως, το τοπίο είναι ομιχλώδες και όσο πλησιάζουμε στις πρώτες κάλπες εδώ και 44 μήνες στην Ελλάδα, η νευρικότητα χτυπάει «κόκκινο». Άλλωστε οι εθνικές εκλογές στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία θεωρούνται οι σημαντικότερες στο υπόλοιπο του έτους για ολόκληρη την Ευρώπη. Όμως την ίδια ώρα, η αυξημένη σημασία των ευρωεκλογών έχει κάνει τους επενδυτές να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη χώρα μας. Διότι αν υπάρχει ένα στοιχείο που αναζητούν πάντοτε οι επενδυτές πριν τοποθετηθούν σε μία χώρα αυτό είναι η «ορατότητα».
Μία συνθήκη που ενώ πήγε να διαμορφωθεί με θετικό τρόπο στους πρώτους μήνες του έτους, «γκρεμίστηκε» καθώς ο Αλέξης Τσίπρας έκανε την τελική του προεκλογική κίνηση, ανοίγοντας τα ταμεία για παροχές που έχουν χαρακτήρα επιδομάτων και θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων το 2019. Αν ο πρωθυπουργός συνέχιζε στη λογική μιας διαχείρισης που σε γενικές γραμμές ήταν πειθαρχημένη, τότε θα ήταν αυξημένη η ορατότητα για την επόμενη κυβέρνηση και τις δυνατότητα που αυτή θα έχει.
Έτσι ξεκίνησε μία περίοδος έντονης αβεβαιότητας αφού ακόμη και αν κάποιοι ποντάρουν στην πολιτική αλλαγή και σε μία νέα και πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα κυβέρνηση, δεν γνωρίζουν την δημοσιονομική κατάσταση που θα επικρατεί στην Ελλάδα στους επόμενους μήνες.
Το διάστημα, μάλιστα, που οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι «παγωμένες» αρχίζει να αποκτά επικίνδυνη διάρκεια, αφού η αγορά βρίσκεται σε μία… μόνιμη προεκλογική περίοδο, με την ακραία πόλωση, τις αντιπαραθέσεις και τις προεκλογικές παροχές να επιβαρύνουν το κλίμα και να ενισχύουν την αβεβαιότητα. Όπως αναφέρει σε χθεσινή της έκθεση η UBS, οι επενδυτές προτιμούν να παραμείνουν αμέτοχοι αναφορικά με ελληνικά assets μέχρι να υπάρξει μεγαλύτερη ορατότητα.
Η εικόνα είναι ίδια σε όλες τις πτυχές της οικονομίας, από το real estate μέχρι τις τράπεζες. Και αν η αγορά ακινήτων έχει αρχίσει να ανακάμπτει από τον απόλυτο «πάτο» των περασμένων ετών με μεγάλα ονόματα του κλάδου να έρχονται για δουλειές στην Ελλάδα, οι ξένοι σήμερα βλέπουν μόνο ακίνητα-«φιλέτα» σε τουριστικές περιοχές όπου μπορούν να έχουν πολύ καλύτερη σχέση απόδοσης και ρίσκου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Χρηματιστήριο της Αθήνας ο μέσος ημερήσιος τζίρος διαμορφώθηκε μέσα στον Μάιο κοντά στα 52,5 εκατ. ευρώ για να έρθουν οι συνεδριάσεις της Τρίτης και της Τετάρτης και το rebalancing των δεικτών MSCI - με την αναβάθμιση της Eurobank και της Εθνικής - να τονώσουν τη μέση συναλλακτική δραστηριότητα για τον τρέχοντα μήνα στα 67,2 εκατ. ευρώ. Συγκριτικά, τον Απρίλιο που λόγω των πολλών αργιών ήταν εξαιρετικά υποτονικός μήνας, ο μέσος ημερήσιος τζίρος άγγιξε τα 60 εκατ. ευρώ.
Μία από τα ίδια και στην αγορά ομολόγων όπου οι ελληνικοί τίτλοι έχασαν το ισχυρό momentum που είχε εκδηλωθεί από την αρχή του έτους με τις θετικές οικονομικές εξελίξεις και την διπλή επιστροφή στις αγορές που είχαν ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει η απόδοση του ελληνικού 10ετούς κοντά σε επίπεδα που δεν είχαν καταγραφεί ποτέ ξανά. Η απόδοση του ομολόγου ομόλογο αναφοράς για τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου ξεπέρασε χθες το 3,43% όταν στα μέσα Απριλίου είχε φτάσει στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 3,26%.