Στο κενό άλλη μια υπόσχεση για ρευστότητα και capital controls

Στο κενό άλλη μια υπόσχεση για ρευστότητα και capital controls

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η εκτίμηση του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα θα «γευτεί» το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ και τα capital controls θα αρθούν έως το τέλος του 2017, λειτούργησε ως «γλυκαντικό» στο νέο κύμα μέτρων λιτότητας που ψηφίστηκαν την περασμένη εβδομάδα. Ποιος, όμως, συμμερίζεται την αισιοδοξία του κ. Τσακαλώτου και πόσο εφικτό είναι να δούμε μέσα σε επτά μήνες όλες τις απαιτούμενες εξελίξεις που θα αλλάξουν σε τέτοιο βαθμό το κλίμα και θα επιτρέψουν την άρση των capital controls;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Γερμανός ομόλογος του κ. Τσακαλώτου έχει διαφορετική άποψη. Όχι γιατί ο Wolfgang Schaeuble ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τους κεφαλαιακούς περιορισμούς στην Ελλάδα, αλλά γιατί βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω χαλάρωση (μετά από τουλάχιστον 6 μήνες στασιμότητας) και πλήρη άρση είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία.

Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης έχει συνδεθεί άρρηκτα με το θέμα του χρέους, ενώ στην επιτάχυνση της χαλάρωσης των περιορισμών θα συμβάλλει καθοριστικά η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE). Παρά τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει η κυβέρνηση για το χθεσινό Eurogroup και την προοπτική συμφωνίας για την εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, Βερολίνο και ΔΝΤ συνεχίζουν να συμφωνούν ότι… διαφωνούν για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αρμόδιοι για να κρίνουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει ο Mario Draghi, η ΕΚΤ θα προβεί στη δική της ανάλυση, αφού πρώτα εξειδικευτούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όμως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει πίσω και να δεχτεί την όποια συμφωνία πριν τις γερμανικές εκλογές. Από την πλευρά του το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και τάσσεται υπέρ μίας ουσιαστικής αναδιάρθρωσης, αν και στην ουσία θα προτιμούσε ένα γενναίο «κούρεμα».

Συνεπώς, όπως και να το δει κανείς, απομακρύνεται η βασική συνθήκη για να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το γνωστό και ως PSPP. Κατ' επέκταση η άρση των capital controls θα καταστεί δυνατή από τις ίδιες τις συνθήκες και δεν είναι απόφαση της κυβέρνησης, από τη στιγμή που μία λάθος εκτίμηση και πρόωρη άρση θα είχε εντελώς αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Χάνεται οριστικά η ποσοτική χαλάρωση;

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι είναι απίθανο η Ελλάδα να προλάβει να ενταχθεί στο QE πριν ξεκινήσει η σταδιακή απόσυρση του προγράμματος, γνωστή και ως tapering. Διότι μπορεί ο Mario Draghi να έχει δηλώσει στο παρελθόν πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την ένταξη των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ωστόσο την ίδια ώρα η ΕΚΤ δεν πρόκειται να δώσει το «εισιτήριο» στην Ελλάδα, όσο οι συζητήσεις για το χρέος βρίσκονται σε εξέλιξη.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Draghi δήλωσε από το βήμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο QE προϋποθέτει τη σύνταξη μίας «ανεξάρτητης» έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ. Παράλληλα, η ΕΚΤ δεν θα ξεκινήσει την ανάλυση της βιωσιμότητας πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τέλος, η έκθεση της ΕΚΤ θα είναι πιο συνολική σε σύγκριση με του ΔΝΤ.

Σύμφωνα με αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας, η ΕΚΤ δεν δύναται να αγοράσει τίτλους οι οποίοι ενδέχεται να «κουρευτούν» υπό το φόβο παραβίασης της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης. Τέλος, η αποτελεσματικότητα του QE ως μέτρο οικονομικής ενίσχυσης εξαρτάται από τις επιπτώσεις από την αντικατάσταση τίτλων και τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, που και τα δύο απαιτούν υψηλό βαθμό πρόσβασης στις αγορές.

Όμως η Goldman εκτιμά ότι η Ελλάδα ενδεχομένως θα χρειαστεί χρόνο για να επανέλθει σε μία κατάσταση που ένα σημαντικό μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών θα προέρχεται από τις αγορές. Επισημαίνει, επίσης, ότι η ΕΚΤ στην ανάλυσή της θα δώσει βάση και σε άλλα θέματα όπως η πορεία των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο μίας πιο ολοκληρωμένης αξιολόγησης της κατάστασης στην Ελλάδα. Συνεπώς, ο οίκος θεωρεί πως όταν η ΕΚΤ θα καταλήγει για το αν το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, παράλληλα εκείνη την εποχή θα αρχίσει να εστιάζει στην απόσυρση του QE..