Στο 1,5 δισ. ευρώ ανέρχεται η συνολική συνεισφορά του κλάδου των αλκοολούχων ποτών στην ελληνική οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη τις άμεσες, έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις από την τελική δαπάνη κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη σχετική έρρευνα του ΙΟΒΕ, τα εισοδήματα των εργαζομένων στην αλυσίδα εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών (παραγωγή, χονδρικό εμπόριο, μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία, supermarkets, mini market, κ.ά.), όσο και τα πρόσθετα εισοδήματα που προκύπτουν από την καταναλωτική δαπάνη των εργαζομένων στην αλυσίδα εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών (induced effect) εκτιμώνται σε 320 εκ. ευρώ. Οι φόροι μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές στο σύνολο των διασυνδεδεμένων δραστηριοτήτων προσεγγίζουν τα 277 εκ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα έσοδα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Αλκοολούχων Ποτών (ΕΦΚ), τα οποία έφτασαν τα 281 εκ. ευρώ το 2016.
Ιδιαίτερα σημαντική επίδραση καταγράφεται στην απασχόληση που «οφείλεται» στην τελική ζήτηση αλκοολούχων ποτών, η οποία προσεγγίζει τις 31.600 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Κύριες τάσεις και εξελίξεις στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών
Οι κύριες οικονομικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών στην αγορά αλκοολούχων ποτών εντοπίζονται: α) στην ύφεση που διήλθε η ελληνική οικονομία, η οποία οδήγησε σε τεράστια αύξηση της ανεργίας, μείωση των μισθών, δραματική συρρίκνωση των διαθέσιμων εισοδημάτων που τροφοδοτείται και από τη δραστική αύξηση των συντελεστών των άμεσων και έμμεσων φόρων και β) στη διατήρηση των αυξημένων τιμών των αλκοολούχων ποτών,
ως αποτέλεσμα διαδοχικών αυξήσεων του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που επιβλήθηκαν στα οινοπνευματώδη ποτά (ΕΦΚΟΠ), αλλά και της αύξησης του συντελεστή ΦΠΑ.
Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία μέχρι το 2016 απώλεσε περισσότερο από το ? του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2009 και η
ανεργία διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Στο πεδίο της φορολόγησης, ο συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ ο ΕΦΚ Αλκοολούχων ποτών
κατέγραψε άνοδο κατά 125% σε σχέση με το φορολογικό καθεστώς πριν το 2009.
Σε αυτό το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, οι καταναλωτές έχουν μειώσει τόσο τις εξόδους για σκοπούς διασκέδασης όσο και την κατανάλωση ποτών ανά έξοδο, ενώ έχουν πραγματοποιήσει στροφή σε ποτά με χαμηλότερες τιμές (π.χ. μπύρα, κρασί, ούζο, τσίπουρο) και σε άλλες μορφές διασκέδασης (σπίτι, από μεγάλες πίστες και clubs σε μικρότερα κέντρα διασκέδασης όπως τσιπουράδικα, bar - restaurants κ.λπ.). Ο καταγεγραμμένος όγκος πωλήσεων αλκοολούχων ποτών
(χωρίς Ούζο και Τσίπουρο) διαμορφώθηκε το 2016 στα 2,9εκ. 9λιτρα κιβώτια, μειωμένος κατά περίπου 50% σε σχέση με το 2009.
Στο επίσημο (εμφιαλωμένο από ποτοποιούς) τσίπουρο καταγράφεται συγκριτικά αρκετά μικρότερη μείωση την περίοδο 2009 - 2016, ενώ οι πωλήσεις ούζου διαμορφώθηκαν το 2016 σχεδόν στο ήμισυ των επιπέδων του 2009.
Σημαντική διαφοροποίηση καταγράφεται και μεταξύ των οινοπνευματωδών ποτών, όπου στη μπύρα η κατανάλωση μειώθηκε με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, κατά -10% την ίδια περίοδο, ενώ αντίθετα το κρασί κατέγραψε άνοδο κατά +3%.
Η πτώση των καταγεγραμμένων πωλήσεων αλκοολούχων ποτών είχε ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Η μείωση της δαπάνης κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών επηρέασε τόσο τα επιμέρους στοιχεία προστιθέμενης αξίας, εισοδημάτων από εργασία και εταιρικών φόρων, όσο και την απασχόληση στο σύνολο της οικονομίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η μείωση της δαπάνης κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών μέχρι το 2016, οδήγησε σε μείωση του εισοδήματος (ΑΕΠ) στην ελληνική οικονομία κατά 2 δισ. ευρώ και μείωση της απασχόλησης κατά 40.000 άτομα σε σχέση με το 2009.
Φορολογική πολιτική στα αλκοολούχα ποτά στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα οι επιμέρους κατηγορίες οινοπνευματωδών ποτών έχουν διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση. Ο υψηλότερος συντελεστής ΕΦΚ, ο οποίος υπολογίζεται επί 100 λίτρων αιθυλικής αλκοόλης του προϊόντος, εφαρμόζεται στα αλκοολούχα ποτά (εκτός ούζου και τσίπουρου). Στο ούζο και στο τσίπουρο ο ΕΦΚ υπολογίζεται στο ήμισυ του φόρου (1.275€), ενώ το τσίπουρο και η τσικουδιά διημέρων για προσωπική χρήση φορολογούνται με εφάπαξ κατ' αποκοπή φόρο ύψους €0,56 ανά λίτρο έτοιμου προϊόντος (ή αλλιώς 140 ευρώ ανά 100 λίτρα αιθυλικής αλκοόλης).
Η μπύρα φορολογείται με διαφορετικό τρόπο και με την αύξηση που σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2016, ο φόρος στη μπύρα διαμορφώθηκε στα ίδια επίπεδα σχεδόν με το ούζο και το τσίπουρο. Τέλος, από τον Ιανουάριο 2016 επιβλήθηκε φόρος 0,20 ευρώ ανά λίτρο στο κρασί.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο του 2017 την παραπομπή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θεωρώντας ότι η χώρα, εφαρμόζοντας α) μειωμένο συντελεστή 50% στο επίσημο εμφιαλωμένο τσίπουρο και β) εξαιρετικά μειωμένους συντελεστές στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από μικρούς αποστάκτες, παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ, παρέχοντας ευνοϊκή μεταχείριση στα συγκεκριμένα αποστάγματα. Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα μικρά αποστακτήρια μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να επωφελούνται από μειωμένο συντελεστή ΕΦΚ, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το 50% του κανονικού εθνικούσυντελεστή.
Τα αλκοολούχα ποτά έχουν υποστεί 8 αυξήσεις στη φορολογία από το 1998 με τις 4 από αυτές να πραγματοποιούνται
στο διάστημα 2009-2010, οδηγώντας σε υπερδιπλασιασμό του ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών. Η συνολική αύξηση του ΕΦΚ το 2010 ήταν 87% σε σχέση με το 2009 και 125% σε σχέση με το φορολογικό καθεστώς της περιόδου 2005-2008. Στην μπύρα, ο ΕΦΚ σημείωσε ανάλογη ποσοστιαία αύξηση, ωστόσο, ήταν η αύξηση του 2016 που διαμόρφωσε τη φορολογία στη μπύρα στο ήμισυ του επιπέδου των αλκοολούχων ποτών.
Εκτός από την αύξηση του ΕΦΚ, από το 2009 έχει αυξηθεί και ο ΦΠΑ κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες (σε 24% από 19%). Η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ, δημιουργεί περαιτέρω πιέσεις στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, καθώς σε συνδυασμό με την αύξηση του ΕΦΚ, οι τελικές τιμές των αλκοολούχων ποτών κατέγραψαν σημαντική άνοδο ή/και περιόρισαν τα
περιθώρια κέρδους σε όλη την αλυσίδα αξίας.
Ενδεικτικό των επιπτώσεων που είχαν στις τιμές οι διαδοχικές αυξήσεις του ΕΦΚ και του ΦΠΑ είναι το γεγονός ότι η τιμή λιανικής πώλησης ενός τυπικού αλκοολούχου ποτού αυξήθηκε κατά 38% μέσα σε ένα έτος, χωρίς να έχει αυξηθεί το ίδιο διάστημα η ονομαστική τιμή προ φόρων.
Η αύξηση των φόρων και των τιμών έχει πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις, καθώς α) αυξάνει τα κίνητρα για διασυνοριακές αγορές αλκοολούχων ποτών από γειτονικές χώρες στις οποίες εφαρμόζονται χαμηλότεροι συντελεστές ΕΦΚ και β) ενισχύει τα κίνητρα διεξαγωγής λαθρεμπορίου και νοθείας, με αρνητικές συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία, οδηγώντας σε μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων (EUIPO, 2016)
τοποθετούν την Ελλάδα στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην ΕΕ, με ποσοστό 11%, με κριτήριο το μέγεθος των χαμένων πωλήσεων αλκοολούχων ποτών ως προς το σύνολο των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά.
Περαιτέρω, οι αγορές ποτών από γειτονικές χώρες έχουν αυξηθεί σημαντικά. Από την ανάλυση στοιχείων για τις πωλήσεις
ορισμένων επώνυμων αλκοολούχων ποτών, τα οποία μετά την αύξηση του ΕΦΚ στην Ελλάδα παρουσίασαναδικαιολόγητη άνοδο πωλήσεων στη Βουλγαρία, προκύπτει ότι πιθανώς το 4% -13% της ελληνικής αγοράς των συγκεκριμένων αλκοολούχων ποτών καλύφθηκε την περίοδο 2010-2013 από αγορές στη Βουλγαρία. Αυτό το μέγεθος δεν είναι αμελητέο καθώς μόνο από τα συγκεκριμένα προϊόντα, το ελληνικό δημόσιο ενδέχεται να έχασε κατά μέσο όρο περίπου €7 εκατ.
εσόδων από ΕΦΚ σε ετήσια βάση.
Παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών και η περίπτωση του προϊόντος απόσταξης διημέρων αποσταγματοποιών
Το λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών εκτιμάται ότι έχει λάβει πλέον μεγάλες διαστάσεις, παρόλο που δεν υπάρχουν επίσημες εκτιμήσεις για το μέγεθος του φαινομένου. Ωστόσο, σύμφωνα με φορείς της αγοράς εκτιμάται ότι το λαθρεμπόριο κυμάνθηκε το 2016 περίπου σε 340.000-680.000 9λιτρα κιβώτια, δηλαδή περίπου το 9%-18% της συνολικής αγοράς, που αφορούν σε περίπου 4,2-8,4 εκατ. φιάλες, οι οποίες διακινούνται χωρίς την είσπραξη ΕΦΚ, ενώ οι απώλειες που δημιουργούνται αφορούν και τη μη είσπραξη ΦΠΑ (~70%).
Στηριζόμενοι στην πολύ συντηρητική προσέγγιση για το μέγεθος του λαθρεμπορίου, περίπου 340 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, η απώλεια φορολογικών εσόδων από τη μη καταβολή του ΕΦΚ σε αλκοολούχα ποτά που διακινηθήκαν παράνομα προσεγγίζει τα 25 εκ. ευρώ (χωρίς τα έσοδα από ΦΠΑ και χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το τσίπουρο διημέρων). Οι απώλειες από ΦΠΑ σε όλα τα κανάλια διανομής εκτιμώνται στα 17,2 εκ. ευρώ το 2016, διαμορφώνοντας τις συνολικές απώλειες στα
42,2 εκ. ευρώ. Οι απώλειες από φορολογικά έσοδα κλιμακώνονται αν το μέγεθος του λαθρεμπορίου αγγίζει τα υψηλά επίπεδα των 680.000 9λιτρων κιβωτίων.