Σε υψηλό σχεδόν εξαετίας κινήθηκε ο ρυθμός του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Οκτώβριο, λαμβάνοντας ώθηση κυρίως από τις τιμές στον τομέα της ενέργειας, όπως έδειξαν τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat.
Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε στο 2,2% τον Οκτώβριο από το 2,1% του Σεπτεμβρίου και το 2% του Αυγούστου, στη μεγαλύτερη αύξηση που έχει καταγράψει από τον Δεκέμβριο του 2012.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που δείχνει να υποστηρίζει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (QE), καθώς τα στοιχεία δείχνουν τον πληθωρισμό να ξεπερνάει το στόχο που είχε θέσει η Τράπεζα, έναν ρυθμό γύρω στο 2%.
Ωστόσο, μια αρνητική εξέλιξη ενδεχομένως είναι ότι στο περισσότερο ενδεικτικό μέτρο του δομικού πληθωρισμού, το οποίο δεν περιλαμβάνει τα ευμετάβλητα στοιχεία των τιμών σε ενέργεια και τρόφιμο, υπήρξε πτωτική αναθεώρηση στο 1,2% σε ετήσια βάση, από το 1,3% όπου αναμενόταν να κυμανθεί. Πάντως, ο δομικός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη τονώθηκε σε σχέση με το 1,1% του Σεπτεμβρίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο νωρίτερα σήμερα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, δήλωσε πως εξακολουθεί να σχεδιάζει τον περιορισμό της νομισματικής στήριξης στο τέλος του έτους, εκτιμώντας όμως ότι ο πληθωρισμός είναι πιθανόν να αυξηθεί βραδύτερα από ό,τι αναμενόταν.
«Αν οι επιχειρήσεις αρχίσουν να αισθάνονται μεγαλύτερη αβεβαιότητα όσον αφορά τις προοπτικές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, η πίεση των περιθωρίων κέρδους θα μπορούσε να είναι πιο επίμονη», είπε ο Ντράγκι σε τραπεζικό συνέδριο στη Φρανκφούρτη.
«Αυτό θα επηρέαζε την ταχύτητα με την οποία αυξάνεται ο δομικός πληθωρισμός και συνεπώς την πορεία του πληθωρισμού που αναμένουμε τα επόμενα τρίμηνα», συνέχισε, προσθέτοντας ότι «έχουν αυξηθεί οι αβεβαιότητες γύρω από τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές».
Πάντως ο Μάριο Ντράγκι έκανε λόγο για αντίδραση της ΕΚΤ στην περίπτωση που οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες ή οι συνθήκες ρευστότητας γίνουν πολύ πιο σφιχτές ή αν οι προοπτικές για τον πληθωρισμό επιδεινωθούν, εξηγώντας ότι «αυτό θα αντανακλάται σε μία προσαρμογή της αναμενόμενης πορείας των μελλοντικών επιτοκίων».