Του Γιώργου Φιντικάκη
Κανονικότητα δεν σημαίνει μαξιλάρια με τα λεφτά των άλλων και αποκλεισμός από τις αγορές, παρά πρόσβαση σε αυτές και μείωση του κόστους δανεισμού, όπως ανακοίνωσε σήμερα η Κύπρος.
Σήμερα το γραφείο διαχείρισης δημοσίου χρέους της χώρας ανακοίνωσε ότι ανάλογα με τις συνθήκες στις αγορές, εξετάζει ακόμη και την έκδοση 10ετούς ομολόγου, και ότι για αυτό το λόγο έχει ορίσει ως αναδόχους τις τράπεζες Barclays, J.P. Morgan, Morgan Stanley και Societe Generale.
Είχε προηγηθεί η αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης «Standard & Poor''s» σε επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή στην κατηγορία των αξιόπιστων οικονομιών, που χαίρουν διεθνώς εμπιστοσύνης και μπορούν να χρηματοδοτούνται ανάλογα χωρίς προβλήματα.
Επίδοση που η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην κατηγορία «junk», δύσκολα μπορεί να πετύχει πριν τα τέλη του 2020, δηλαδή το λιγότερο σε δύο χρόνια από σήμερα, όπως παραδέχθηκε άλλωστε πριν από μια εβδομάδα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός παρουσιάζοντας το ωστόσο, ως μεγάλη επιτυχία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το 10ετές ομόλογο της Κύπρου θα είναι ύψους 1 δισ ευρώ, θα αναχρηματοδοτήσει χρέος που λήγει εντός της ίδιας χρονιάς, και το βιβλίο προσφορών ενδεχομένως να ανοίξει και αύριο.
Κανονικότητα επομένως είναι αυτό που πρόκειται να κάνει για μια ακόμη φορά, η γείτονα χώρα, δηλαδή να βρει από τις αγορές τα χρήματα που χρειάζεται για να εξυπηρετήσει τα χρέη της, και από εκεί και πέρα να ακολουθήσει την πολιτική που αποφασίζει η ίδια, εφόσον δεν παραβιάζει τους δημοσιονομικούς και μακροοικονομικούς στόχους που ισχύουν για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Όχι η Κύπρος, δεν έγινε ξαφνικά Γερμανία. Είναι άλλωστε η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης με αντίστοιχο ή μεγαλύτερο πρόβλημα από εκείνο της Ελλάδας σε «κόκκινα» δάνεια. Κατάφερε όμως να βγει το 2016 από τα μνημόνια και να πείσει τους επενδυτές να της δανείζουν χρήματα, χωρίς μάλιστα να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, με επιτόκιο 0,7% για το 3ετές (1,26% της Ελλάδας), 1,34% για το 5ετές (3,2% της Ελλάδας), για να μη μιλήσουμε για τα μεγαλύτερης διάρκειας ομόλογα, που έχουν μπροστά το 2%, έναντι 4% των δικών μας.
Αρκεί μια απλή σύγκριση
Διαβάζοντας το έντυπο παρουσίασης της Κύπρου σε επενδυτές, που εξέδωσε την Παρασκευή το Γραφείο Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους της χώρας, αναφορικά με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που αυτή συγκεντρώνει ως τόπος προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, η σύγκριση με τα καθ' ημάς γίνεται ακόμη πιο θλιβερή.
Ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα θεωρεί ως μεγάλη επιτυχία ότι η Ελλάδα σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, η κυπριακή οικονομία καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για... τέσσερα συνεχόμενα έτη (2015-18).
Όταν η Ελλάδα, έπειτα από πολυετή ύφεση, αναμένει ότι θα πετύχει φέτος ανάπτυξη 1,9%, η Κύπρος εκτιμάται ότι θα πετύχει 4% για το 2018. Η ανεργία της μειώθηκε πλέον σε επίπεδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και βρίσκεται στο 7,3%, όταν εμείς θεωρούμε ως μέγιστη επιτυχία το πρόσφατα ανακοινωθέν, 19%.
Ενώ η θετική πορεία της κυπριακής οικονομίας προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια του Μεσοπρόθεσμου - ναι, έχει και η Κύπρος το δικό της δημοσιονομικό πλαίσιο ως πρώην μνημονιακή χώρα- με τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2019 να υπολογίζεται στο 3,8%, η Ελλάδα του χρόνου δεν πρόκειται να πετύχει παρά 2,3%, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν.
Έπειτα, επειδή οι επενδυτές πόνταραν στην επικείμενη αναβάθμιση της Κύπρου από την Standard & Poor's σε επενδυτική βαθμίδα, οι αποδόσεις των τίτλων της υποχωρούν συνεχώς τις τελευταίες ημέρες. Χαρακτηριστικό είναι ότι το κυπριακό με λήξη 2025 γράφει μπροστά 1,83%, έχοντας υποχωρήσει από το 2,11% στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, όταν τα ελληνικά, παρ'' ότι υποχωρούν, παραμένουν καρφωμένα σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Τα παραπάνω αρκούν για να πείσουν και τους πιο δύσπιστους γιατί η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια δεν είχε καμία σχέση με εκείνη των τριών άλλων ευρωπαικών χωρών.
Για να το πούμε πιο απλά: Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος οφείλουν χρήματα στους επίσημους δανειστές, αλλά μπορούν να δανειστούν εύκολα τα χρήματα αυτά από τις αγορές και να εξυπηρετήσουν τα επίσημα τους δάνεια, χωρίς να χρειάζεται να δίνουν πολλές εξηγήσεις για το τι κάνουν από το σημείο εκείνο και ύστερα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό δεν γίνεται. Ούτε και θα γίνεται. Η ενισχυμένη εποπτεία είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι πληρώνουμε «τα σπασμένα» του καταστροφικού 2015, ότι οι αγορές εξακολουθούν να μας αντιμετωπίζουν ως ειδική περίπτωση χώρας, και ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πέσουν στις πλάτες της επόμενης κυβέρνησης.