Του Γιώργου Φιντικάκη
Το έδαφος για να πανηγυρίσει τις δικές της "ιστορίες επιτυχίας" στην ενέργεια, βλέπει η κυβέρνηση, πρώτα με τους υδρογονάνθρακες, και μετά με τον ΔΕΣΦΑ, κάνοντας στην πραγματικότητα, αυτά που κάποτε η ίδια έβριζε.
Στους υδρογονάνθρακες ζούμε ξανά το αφήγημα "καλώς ήρθαν τα πετροδόλαρα", μετά την προκήρυξη και επίσημα χθες των δύο διαγωνισμών για την Κρήτη και το Ιόνιο, και αφού πρώτα η κυβέρνηση πήρε πίσω τα μοντέλα Βενεζουέλας, αντιλαμβανόμενη ότι θα τινάξει στον αέρα κάθε προσπάθεια προσέλκυσης επενδυτών.
Στο ΔΕΣΦΑ, η εμφάνιση χθες έξι μνηστήρων για την αγορά του 66% της εταιρείας, καλλιεργεί επίσης ένα κλίμα ενθουσιασμού στα κυβερνητικά κλιμάκια, που συντηρεί το αφήγημα ότι η οικονομία αρχίζει να γυρίζει σελίδα, και η εμπιστοσύνη των ξένων προς την Ελλάδα να αποκαθίσταται.
Και στην μία όπως στην άλλη περίπτωση, η κυβέρνηση κάνει αυτά που κάποτε πετροβολούσε. Ακολουθεί τα ίδια βήματα με εκείνα της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, και κάθε φορά που κάνει μια μικρή προσπάθεια να ξεφύγει της "ρεαλπολιτίκ" συνειδητοποιεί ότι δεν της βγαίνει, και γυρνάει το τιμόνι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα συνέβησαν με τις έρευνες υδρογονανθράκων. Παρ' ότι η κυβέρνηση φλερτάρει για καιρό με το μοντέλο Βενεζουέλας, δηλαδή την απευθείας συμμετοχή του κράτους στην εξόρυξη και εμπορία πετρελαίου, κάτι που στην Ελλάδα της ανύπαρκτης-πλην Πρίνου- παραγωγής, θα συνιστούσε τεράστιο ρίσκο για ένα ιδιώτη, τελικά και μπροστά στις αντιδράσεις που προκάλεσε η είδηση σε ξένες πρεσβείες και εταιρείες, το πήρε την τελευταία στιγμή πίσω. Κατέβασε τους τόνους, διατήρησε το σημερινό μοντέλο συμβάσεων, δηλαδή αυτό των μακροχρόνιων παραχωρήσεων, και για να ξεδιαλύνει κάθε σύννεφο ανησυχίας στους ξένους ομίλους που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την Ελλάδα, χθες το υπουργείο Ενέργειας προκήρυξε τους δύο διαγωνισμούς σε Κρήτη και Ιόνιο. Είχαν μεσολαβήσει πολλά τηλέφωνα, λένε οι πληροφορίες, κυρίως από ξένες διπλωματικές αποστολές χωρών, εταιρείες των οποίων είχαν υποβάλει το αίτημα για το διαγωνισμό της Κρήτης, δηλαδή η Exxon Mobil και η Total. Το ιδεολογικό αφήγημα μιας κυβέρνησης που θα ήθελε το κράτος να παίρνει απευθείας στα χέρια του την εξόρυξη και εμπορία πετρελαίου υποχώρησε άτακτα, μπροστά στο ξεκάθαρο μήνυμα της αγοράς.
Στην περίπτωση πάλι του ΔΕΣΦΑ, μετά το ναυάγιο του προηγούμενου διαγωνισμού το Δεκέμβριο του 2016, η κυβέρνηση περιπλανήθηκε για μήνες σε ανεφάρμοστες λύσεις, όπως η συνέχιση της αρχικής προκήρυξης και η διατήρηση του 51% από το Δημόσιο. Τελικά κατέληξε εκεί απ'' όπου ξεκίνησε, δηλαδή στην πώληση του 66% του ΔΕΣΦΑ, για την πρώτη φάση του οποίου, εμφανίστηκαν χθες έξι σχήματα, ανάμεσά τους μερικά από τα ισχυρότερα ευρωπαικά ονόματα.
Στο αρμόδιο υπουργείο δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους για την επιτυχία, υπενθυμίζοντας ότι στον προηγούμενο διαγωνισμό του 2012, είχαν εμφανιστεί όχι έξι μνηστήρες για την εταιρεία, αλλά μόνο τρεις. Σύμφωνοι, άλλο έξι, και άλλο τρεις, ας μην ξεχνάμε όμως ότι το 2012-2013 δεν έχει την παραμικρή σχέση με το 2017. Τότε η Ελλάδα βρισκόταν με το ένα πόδι εκτός ευρωζώνης, οι αναφορές του ξένου Τύπου στο Grexit ήταν καθημερινές, ήταν η εποχή του PSI, και το ελληνικό ρίσκο βρισκόταν στα ύψη. Δεν μπορεί να συγκρίνει κανείς εκείνη την εποχή με την σημερινή, ούτε φυσικά με το 2014, όταν το ΔΕΣΦΑ διεκδικούσε η αζέρικη Socar. Αν μπορεί να γίνει μια σύγκριση, αυτή θα πρέπει να αφορά την χαμένη διετία 2015-2016, τα μπρος-πίσω της προηγούμενης ηγεσίας του ΥΠΕΝ, το εχθροπολεμικό κλίμα με τους Αζέρους, και τις αλλαγές στον κανονισμό τιμολόγησης της εταιρείας, παράγοντες που συνέβαλαν στο ναυάγιο.
Το συμπέρασμα, τόσο με τους υδρογονάνθρακες, όσο και με το ΔΕΣΦΑ, είναι κοινό. Επειτα από χρόνια άστοχων ελιγμών, και επικοινωνιακών παιχνιδιών, με απότερο σκοπό να εξυπηρετηθεί ένα ιδεολογικό αφήγημα αγνώστου χρησιμότητας, καταλήγουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε. Ξαναγυρνάμε στα ίδια σίγουρα μονοπάτια, αυτά της αγοράς, αφού είναι τα μόνα που μπορούν να κάνουν τους ξένους επενδυτές να μας έχουν εμπιστοσύνη. Δύο χρόνια χαμένα και στην ενέργεια.