Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με πυρετώδεις ρυθμούς προετοιμάζονται στην κυβέρνηση για την έκδοση 7ετούς ομολόγου μέσα στον Ιανουάριο, σε μία πρώτη απόπειρα να «χτιστεί» η απαιτούμενη καμπύλη επιτοκίων μέχρι τον Αύγουστο, όταν λήγει το πρόγραμμα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, σε συνάρτηση με το γενικότερο κλίμα στις αγορές. Και αυτό γιατί αναλυτές προειδοποιούν για το τέλος του ράλι των ομολόγων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ και στην Ευρώπη υπάρχουν ενεργές εστίες αβεβαιότητας, όπως οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία και οι εκλογές στην Ιταλία στις 4 Μαρτίου.
Αρωγοί στην προσπάθεια εξόδου θα είναι οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι αναμένεται να αναβαθμίσουν το ελληνικό αξιόχρεο το επόμενο διάστημα. Προς αυτή την κατεύθυνση και στη γενικότερη προσπάθεια να διασφαλιστεί η ομαλή έκδοση του πρώτου ομολόγου μετά το swap του περασμένου Νοεμβρίου, η απόδοση των τρίμηνων εντόκων υποχώρησαν κάτω από το 1% στη σημερινή δημοπρασία του ΟΔΔΗΧ, μέσω της οποίας η Ελλάδα άντλησε 2,1 δισ. ευρώ. Η κατά 3,44 φορές υπερκάλυψη της ζήτησης αποδεικνύει ότι οι συγκριτικά υψηλές αποδόσεις της Ελλάδας, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και τη γενικότερη στροφή της κυβέρνησης, καθιστούν ελκυστικούς τους ελληνικούς τίτλους για τους κερδοσκόπους που κυνηγούν αποδόσεις.
Όμως ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, παρά τη σημαντική ώθηση που θα δώσουν οι αναμενόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, αρχής γενομένης με τον οίκο S&P στις 19 Ιανουαρίου. Όπως έχει αναφέρει εγκαίρως το Liberal.gr, στόχος της κυβέρνησης είναι η έκδοση επταετούς ομολόγου με ένα επιτόκιο της τάξης του 3,5%, ενώ η πιο ασφαλής επιλογή είναι μία συμπληρωματική έκδοση, η οποία θα γίνει πάνω σε υφιστάμενο ομόλογο.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι τα χειρότερα πέρασαν. Για να φτάσει η Ελλάδα να μπει στα ραντάρ των θεσμικών επενδυτών θα πρέπει να αναβαθμιστεί κατά 6 βαθμίδες από τις Fitch και S&P και κατά 8 βαθμίδες από τη Moody''s, έτσι ώστε να φύγει από την κατηγορία «junk» και να επιστρέψει σε «επενδυτική βαθμίδα» που βρισκόταν το 2006, όταν οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων αντιστοιχούσαν στα τρέχοντα επίπεδα.
Από τη μία πλευρά, αναλυτές ομολόγων σημειώνουν ότι μπαίνει νέο χρήμα στα ελληνικά ομόλογα, αυξάνεται το βάθος και η εμπορευσιμότητα και αυτό είναι γεγονός ιδιαίτερα θετικό. Στον αντίποδα, ωστόσο, προειδοποιούν ότι στις προσδοκίες των επενδυτών συνυπολογίζονται οι εκτιμήσεις για μία νέα πιστοληπτική γραμμή στήριξης προς την Ελλάδα, έστω προληπτική μετά τον Αύγουστο. Αυτό σημαίνει ότι τα σημερινά επιτόκια θα ήταν πολύ πιο χαμηλά αν οι επενδυτές γνώριζαν ότι θα προχωρούσαν οι μεταρρυθμίσεις και μετά το μνημόνιο.
Ένας ακόμη λόγος που θα μπορούσε να μειώσει κατακόρυφα τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και να κάνει πιο εύκολη την έξοδο από τα μνημόνια θα ήταν η σημαντική ελάφρυνση του χρέους. Παρ'' όλα αυτά, ο ESM βάζει «πάγο» στις προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Rolf Strauch, το στοιχείο που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι το ύψος του χρέους αλλά η ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετεί, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η μείωση του χρέους δεν αποτελεί προτεραιότητα.
Συγκεκριμένα, ο Strauch, σε συνέντευξή του στην ελβετική εφημερίδα Finanz und Wirtschaft, σημείωσε πως «οι χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς, αυτές οι οικονομίες δείχνουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα της από το 15% του ΑΕΠ σε ένα μικρό πλεόνασμα» και συμπλήρωσε λέγοντας πως «όταν κοιτά κανείς το χρέος, δε θα έπρεπε να δίνει τόση σημασία στο επίπεδο αυτού, αλλά περισσότερο στη δυνατότητα της χώρας να το εξυπηρετεί. Και οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι απολύτως διαχειρίσιμες, ιδιαίτερα χάρη στους ευνοϊκούς όρους των δανείων του ESM».
Στην ερώτηση αν πράγματι τα παραπάνω είναι αληθή για την Ελλάδα, ο Strauch τόνισε πως «το γεγονός ότι η Ελλάδα μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές χωρίς βοήθεια από άλλους είναι ενδεικτικό της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Τουλάχιστον, αυτό δείχνει ότι οι επενδυτές έχουν βρει εμπιστοσύνη στην οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας», κατέληξε ο οικονομoλόγος του ESM.