Του Βασίλη Γεώργα
Δεν είναι μόνο τα εργασιακά που αναδεικνύονται σε μεγάλο αγκάθι για την πρόοδο της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά κυρίως η εμπλοκή που καταγράφεται στο ζήτημα της μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2019, που με τη σειρά του απειλεί να εκτροχιάσει όλη τη διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του χρέους.
Καλά πληροφορημένες πηγές υποστηρίζουν ότι στο τραπέζι των συζητήσεων για την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή η μείωση του στόχου στο 2,5% ή στο 2%, όπως επιδιώκουν η κυβέρνηση και το ΔΝΤ για την περίοδο μετά το 2018, αλλά το «πάγωμα» των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% για μια περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών με ορίζοντα το 2022. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση, παρότι καταθέτει σήμερα τον προϋπολογισμό του 2017, δεν έχει καταρτίσει ακόμη μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2017-2020, περιμένοντας να δει πως θα εξελιχθούν οι συζητήσεις για το χρέος, ώστε να αντιμετωπίσει και το έτερο δημοσιονομικό πρόβλημα της «τρύπας» των περίπου 650 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2018 λόγω του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.
Παρά τις διαφωνίες που έχει διατυπώσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο θεωρεί ότι το πρόγραμμα δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν γίνει μεγάλη μείωση χρέους ή δεν «κουρευτούν» τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5%, το ευρωπαϊκό σκέλος των δανειστών θα επιδιώξει σύμφωνα με τις ίδιες πηγές να δώσει την εικόνα ότι δεσμεύσει την Ελλάδα για αρκετά χρόνια σε τροχιά επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Και θα το κάνει κατά τρόπο, ώστε να εμφανίζεται ότι οπισθοχωρεί μόνο ως προς το χρόνο αλλά όχι ως προς τη δημοσιονομική προσπάθεια που συμφωνήθηκε να καταβάλει η Ελλάδα, η οποία με βάση τη συμφωνία του Eurogroup, καλείται να επιτυγχάνει υψηλά πλεονάσματα για αδιευκρίνιστο «μεσοπρόθεσμο διάστημα».
Αν η αναδιάρθρωση του χρέους με βάση τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις για το χρέος, προχωρήσει τελικά με αυτή την πρόταση, αυτό θα σημαίνει πως η ευρωπαϊκή πλευρά των δανειστών θα εμφανιστεί ότι θεωρητικά κάνει ένα σημαντικό βήμα πίσω σε σχέση με το βασικό σενάριο του ESM για διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% επί μια δεκαετία. Αλλά την ίδια στιγμή θα τινάξει στον αέρα όλο το αφήγημα της κυβέρνησης για «λιγότερη λιτότητα» τα αμέσως επόμενα χρόνια, και είναι εξαιρετικά πιθανόν ότι θα σπρώξει την Ελλάδα κατευθείαν στην κοιλιά ενός νέου μνημονίου με περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα και περικοπές τα επόμενα χρόνια, ώστε να συνεχίσει να «βγαίνει» το πρόγραμμα.
Και αυτό γιατί στην πράξη σημαίνει ότι αντί για πλεονάσματα 3,6-4,5 δισ. ευρώ ετησίως, ο προϋπολογισμός θα πρέπει να συνεχίσει να πετυχαίνει στόχους άνω των 6,5 δισ. ευρώ. Και να παράγει σε ορίζοντα πενταετίας περίπου 9 – 10 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα, επιτυγχάνοντας παράλληλα πρωτοφανώς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3,5% κάθε χρόνο.
Τα σενάρια αυτά για διατήρηση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% για πέντε (ή για τρία χρόνια μετά το 2018) είναι σε γνώση της κυβέρνησης. Είχε αναφερθεί σχετικά ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης στην υποεπιτροπή της Βουλής για το χρέους υποστηρίζοντας ότι «είναι πολύ λίγες χώρες που κατάφεραν να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% υψηλότερα για περισσότερα από τρία χρόνια και ελάχιστες οι χώρες που κατάφεραν να τα διατηρήσουν στα επίπεδο αυτό για πέντε χρόνια ή περισσότερα».
Το ερώτημα είναι ποιο θα ήταν το «αντίδωρο» που θα μπορούσε να δοθεί στην Ελλάδα, ώστε να συμφωνηθεί η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 ή μέχρι το 2020 στην καλύτερη περίπτωση. Ενδεχομένως ένα πιο γαλαντόμο πακέτο «βραχυπρόθεσμων» μέτρων που θα καταλάμβανε μεγάλο μέρος του χρέους προς τον ESM/EFSF και θα οδηγούσε σε σημαντική ελάφρυνση χρέους μέσα από τη σταθεροποίηση των επιτοκίων την επιμήκυνση των λήξεων, να οδηγούσε σε μια συμβιβαστική λύση.
Σε περίπου δύο εβδομάδες θα ξέρουμε αν θα δοθεί.