Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Με την πέμπτη υψηλότερη φορολογία στις χώρες του ΟΟΣΑ φορολογούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να γίνονται αυτόματα λιγότερες ανταγωνιστικές, όταν για παράδειγμα στην ευρύτερη γειτονιά μας οι συντελεστές φορολόγησης κυμαίνονται μεταξύ 10 και 12%.
Σύμφωνα με την έρευνα της «ΕΥ», The outlook for global tax policy in 2018, που περιλαμβάνει εκτιμήσεις και προβλέψεις από 41 χώρες σε όλον τον κόσμο, πολλές χώρες εξακολουθούν να επιδιώκουν την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, διατηρώντας ή μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων.
Για παράδειγμα η μείωση των συντελεστών στις ΗΠΑ πάνω από 30%, η οποία οδήγησε σε έναν μέσο συντελεστή της τάξης του 26%, αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση που κατέγραψε η έκθεση μεταξύ των χωρών που αναλύθηκαν. Ως αποτέλεσμα, ο συντελεστής στις ΗΠΑ είναι σήμερα χαμηλότερος από τον τρέχοντα μέσο όρο του ΟΟΣΑ και των χωρών G7. Σημαντικές μειώσεις φορολογικών συντελεστών πραγματοποίησαν, επίσης, η Αργεντινή (από 35% σε 30%), η Κολομβία (από 40% σε 37%) και το Λουξεμβούργο (από 27% σε 26%), ενώ αντίθετα στην Ελλάδα οι συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 29%.
Στην Ελλάδα και παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη της οικονομίας είναι αναιμική και θα συνεχίσει να είναι τα επόμενα χρόνια, η κυβέρνηση δεν φαίνεται προς το παρόν να επιθυμεί μία ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα η κυβέρνηση κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Συγκεκριμένα πραγματική φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σημαντικά με τον φόρο εισοδήματος να έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2006 ενώ πλέον επιβάλλεται (σε σχέση με το 2006) και φόρος στα εισοδήματα από διανεμόμενα μερίσματα. Συγκεκριμένα σήμερα επιβάλλεται φόρος εισοδήματος 29%, φόρος στα διανεμόμενα μερίσματα 15%, εισφορά αλληλεγγύης με τον ανώτατο συντελεστή να φθάνει το 10% και ασφαλιστική εισφορά 26,7 στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, με το άθροισμα των παραπάνω να φθάνει έως και το 81.
Το χειρότερο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα τους στις διεθνείς αγορές. Μία τακτική που η Ελλάδα την πληρώνει πολύ ακριβά τα τελευταία χρόνια αφού πολλές φορές δεχθήκαμε απειλές να μην ολοκληρωθεί κάποια από τις αξιολογήσεις εάν δεν προχωρήσουν οι διαδικασίες για παράδειγμα στο Ελληνικό. Η όποια ανάπτυξη της οικονομίας βασίζεται στο 81% των φόρων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις αλλά και οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι.
Μία κρατικοδίαιτη ανάπτυξη βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στους φόρους και τις εισφορές αλλά και όσα καταφέρνει από μόνος τους ο τουρισμός καθώς η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ούτε μια κίνηση στο διεθνές περιβάλλον προς αυτή την κατεύθυνση παρά μόνο να επιβάλλει στις ξενοδοχειακές μονάδες τέλος διαμονής. Αυτό που πρέπει να καταλάβει η κυβέρνηση ότι μία ενδεχόμενη μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και συγκεκριμένα από το 29% στο 26% δεν επαρκεί για να τονωθούν οι επιχειρήσεις και κατ' επέκταση η ελληνική οικονομία.