Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η λέξη που κυριαρχεί στην οικονομία είναι η «αβεβαιότητα», κάτι που αντανακλάται πλέον σε όλους τους σχετικούς δείκτες σε Αμερική και Ευρώπη. Χθες, είχαν την τιμητική τους οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο συρρίκνωσης του ΑΕΠ επιβεβαιώνει τους φόβους που ήθελαν την ύφεση να ξεκινά στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη πολύ νωρίτερα από τις εκτιμήσεις, δίνοντας αφορμές για προβλέψεις μεγαλύτερης σε διάρκεια κρίσης.
Ή μήπως τελικά το γεγονός ότι η ύφεση καταφθάνει νωρίτερα στις ΗΠΑ φέρνει πιο κοντά και το τέλος της κρίσης; Όπως και να’ χει, η αναπάντεχη κατά 0,9% συρρίκνωση της αμερικανικής οικονομίας στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου, μετά το αρνητικό α’ τρίμηνο, δίνει το δικαίωμα σε αναλυτές και σχολιαστές να ανοίξουν μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο πρέπει να κηρύξουν τις ΗΠΑ σε ύφεση και για το αν η αμερικανική οικονομία είναι αυτή που χτυπάει πρώτη τα… τύμπανα μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ας δούμε ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία που ενδεχομένως θα βοηθήσουν στο να καταλάβουμε πως ακριβώς διαμορφώνονται οι συνθήκες στο εξής. Η πιο σημαντική πτυχή σχετίζεται με τις συνθήκες στην πραγματική οικονομία. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει κηρυχθεί ποτέ σε ύφεση η αμερικανική οικονομία χωρίς να έχει καταγραφεί πτώση της απασχόλησης. Σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας προστίθενται σε μηνιαία βάση, με αποτέλεσμα η ανεργία να έχει υποχωρήσει στο τελευταίο εξάμηνο (της συρρίκνωσης) στο 3,6%, από 4% που ήταν τον περασμένο Ιανουάριο. Γι’ αυτό και η Fed πιστεύει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για «πραγματική» ύφεση όσο η ανεργία υποχωρεί και οι καταναλωτές ξοδεύουν.
Είναι ένα στοιχείο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει πιο ήπιες επιπτώσεις στην πορεία, οι οποίες στην ουσία θα αντανακλούν περισσότερο μια οικονομική επιβράδυνση σε πολύ χαμηλές ταχύτητες, παρά αξιοσημείωτη συρρίκνωση του ΑΕΠ και οικονομική κρίση, σύμφωνα με την Moody’ s Analytics.
Όμως ο πληθωρισμός ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στα νοικοκυριά και οι αγορές φοβούνται ότι η κρίση θα αποδειχθεί πολύ χειρότερη. Η απόδοση του αμερικανικού 2ετούς ομολόγου έχει ξεπεράσει αυτή του 10ετούς από τις αρχές Ιουλίου, σε ένα σινιάλο που αρκετοί θεωρούν ενδεικτικό της ύφεσης, ενώ ο S&P 500 συνεχίζει να κινείται εκτός και εκτός της bear market, συντηρώντας ένα βαρύ επενδυτικό κλίμα.
Μήπως, λοιπόν, τα χειρότερα είναι μπροστά μας και δεν έχουμε ακόμα δει το πραγματικό πρόσωπο της κρίσης; Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών κάνουν λόγο για ανάκαμψη της τάξης του 2% στο γ’ τρίμηνο και δεν αποκλείουν η πραγματική ύφεση στην Αμερική να σημειωθεί το καλοκαίρι του 2023. Όλα θα κριθούν από τις αντοχές των καταναλωτών και των επιχειρήσεων αφού οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν να τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις.
Η Fed, για παράδειγμα, ανακοίνωσε προχθές την κατά 0,75% αύξηση των επιτοκίων για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό που καλπάζει, αλλά η ύφεση την πρόλαβε και μένει να δούμε αν οι ανησυχίες για το ΑΕΠ θα επηρεάσουν τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής στο εξής. Έως την επόμενη συνεδρίαση που θα πραγματοποιηθεί στις 21 Σεπτεμβρίου, θα έχουν μεσολαβήσει τέσσερις κρίσιμες ανακοινώσεις για τον πληθωρισμό και την ανεργία στις ΗΠΑ (Αυγούστου και Σεπτρεμβρίου), καθώς και το ιδιαιτέρως σημαντικό συμπόσιο της Fed στο Jackson Hole του Wyoming.
Όσο ανεβαίνουν τα επιτόκια, τόσο περισσότερο ακούγονται τα τύμπανα της ύφεσης και για πολλούς το σημείο καμπής θα είναι όταν αρχίσει η κάθοδος της αγοράς κατοικίας των ΗΠΑ. Με την Ευρώπη να κινδυνεύει με βαθιά ύφεση, ήδη βλέπουμε εκτιμήσεις για επιβράδυνση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης κάτω από το 3% φέτος και ίσως του χρόνου, επίπεδο που θεωρείται υφεσιακό.
Και όταν η ύφεση δείξει τα δόντια της και ο πληθωρισμός υποχωρήσει προς τον επιθυμητό στόχο, οι κεντρικές τράπεζες θα κληθούν να μειώσουν και πάλι τα επιτόκια. Στατιστικά, σε περιόδους αντιστροφής του κύκλου, από την τελευταία άνοδο των επιτοκίων έως την πρώτη μείωση, μεσολαβούν έξι μήνες. Επομένως, αν η Fed σταματήσει τις αυξήσεις προς το τέλος του έτους ή στις αρχές του 2023, είναι πιθανό να δούμε την πρώτη μείωση των επιτοκίων το επόμενο καλοκαίρι ίσως και σε λιγότερο από έξι μήνες.