Στο τέλος, της δεκαετίας του 2000 εκδηλώθηκε η παγκόσμια οικονομική κρίση, αρχικά ως χρηματοπιστωτική στις ΗΠΑ και στη συνέχεια ως κρίση της πραγματικής οικονομίας σε όλες σχεδόν τις χώρες. Η στροφή στο Κράτος και στην κευνσιανή οικονομική πολιτική αντιμετώπισε πυροσβεστικά το πρόβλημα, αλλά δεν υπήρξε ουσιαστική αποτελεσματική και συντονισμένη σε διεθνές επίπεδο ρύθμιση στην «αναρχία» των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Παράλληλα, δύο νέα δεδομένα αναδύθηκαν στο παγκόσμιο χώρο: η εμφάνιση της Κίνας ως μεγάλης πολιτικής και οικονομικής δύναμης ( και ευρύτερα η ανάπτυξη των χωρών της νοτιανατολικής Ασίας) και βέβαια το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Τα τελευταία χρόνια, η πολιτική των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση και των δύο αυτών ζητημάτων όξυνε τα προβλήματα, τόσο στην παγκόσμια οικονομία με τον προστατευτισμό που προσπαθεί να επιβάλει έναντι της Κίνας και της Ευρώπης, όσο και στην προστασία του περιβάλλοντος με την άρνηση λήψης μέτρων για την αυξανόμενη απειλή της αλλαγής του κλίματος του πλανήτη.
Το ζήτημα της αδυναμίας μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης να ρυθμίσει την παγκοσμιοποιημένη πλέον οικονομία θεωρείται από όλους σχεδόν τους αναλυτές, ως μία από τις αιτίες των κρίσεων με αποκορύφωμα την παγκόσμια κρίση του 2008-2009. Παρομοίως, και η περιβαλλοντική κρίση, που ολοένα εντείνεται, αποδίδεται επίσης στην αδυναμία μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης να θέσει τους κανόνες περιβαλλοντικής προστασίας.
Μέσα σ αυτές τις συνθήκες όπου η παγκόσμια συνεννόηση δεν μπορεί να επιτευχθεί, ούτε στο επίπεδο G7 (ή G8), ούτε στο επίπεδο G20 των σημαντικότερων δηλαδή οικονομικά χωρών του πλανήτη, εμφανίστηκε η σημερινή πανδημία. Προφανώς, η κρίση που προκαλεί η πανδημία δεν είναι προϊόν έλλειψης διεθνούς συνεννόησης, αλλά αυτή ακριβώς η έλλειψη διεθνούς συνεννόησης αναμένεται να επιδεινώσει την οικονομική ύφεση, που επέρχεται λόγω της παύσης των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.
Όπως φαίνεται, η προκαλούμενη από την πανδημία οικονομική κρίση, δεν έχει την ίδια ένταση σε όλες τις χώρες. Για διάφορους λόγους, αναμένεται, ότι οι δυτικές χώρες, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, θα έχουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αντίθετα οι υπόλοιπες χώρες και κυρίως η Κίνα, από την οποία ξεκίνησε η επιδημία, δεν πρόκειται να υποστούν μεγάλες απώλειες. Από την άλλη πλευρά, η κευνσιανή και πάλι αντιμετώπιση της ύφεσης με κρατικούς πόρους και πιστωτικές διευκολύνσεις δεν αναμένεται να είναι της ίδιας έκτασης και έντασης σε όλες τις χώρες.
Ήδη, οι ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου στήριξη της οικονομίας τους με νομισματικά μέσα, χωρίς να ανησυχούν ούτε για πληθωρισμό, ούτε για αύξηση του χρέους και συνεπώς των επιτοκίων δανεισμού, λόγω της κραταιάς θέσης του δολαρίου. Παρατηρείται ουσιαστικά μια παρόμοια οικονομική πολιτική με αυτή που εφαρμόστηκε στη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008-2009 και που χάρη σ’ αυτή, η κρίση τότε ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα. Ανάλογη πολιτική με τις ΗΠΑ ακολουθούν η Κίνα και η Βρετανία, ενώ η Γερμανία και οι άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες έχουν αρκετά περιθώρια δημοσιονομικής στήριξης της οικονομίας τους. Στις χώρες αυτές το δημόσιο χρέος τους είναι χαμηλό και τα επιτόκια δανεισμού είναι σχεδόν αρνητικά, λόγω της πιστωτικής αξιοπιστίας που απολαμβάνουν.
Το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται να είναι η Κίνα να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, ενώ οι ΗΠΑ θα ξεπεράσουν με δυσκολία την πολύ μεγαλύτερη ύφεση που θα υποστεί η οικονομία τους. Τέλος, η Γερμανία και οι άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετωπίσουν ευχερέστερα το πρόβλημα σε σύγκριση με τη Γαλλία και κυρίως με την Ιταλία και την Ισπανία καθώς και με τις άλλες μεσογειακές χώρες, οι οποίες δεν διαθέτουν παρόμοιες δημοσιονομικές δυνατότητες, λόγω των προβληματικών ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών τους, των ελλειμματικών προϋπολογισμών τους και βέβαια των συσσωρευμένων δημοσίων χρεών τους.
Δυστυχώς, δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα ουσιαστική συνεννόηση σε παγκόσμιο επίπεδο προκειμένου να αντιμετωπιστεί με συντονισμένο τρόπο η αναμενόμενη παγκόσμια ύφεση. Η αδυναμία μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης θα οδηγήσει και αυτή τη φορά, σε νέες ανισότητες και επικίνδυνους ανταγωνισμούς. Δυστυχώς, ακόμη και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η συνεννόηση φαίνεται να είναι δύσκολη. Ελπίζεται, ωστόσο, ότι αρνητική στάση των βορειοευρωπαϊκών χωρών για αμοιβαιοποίηση του χρέους - ώστε να συμβάλλουν και αυτές από κοινού με τις νοτιότερες, στην αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής ύφεσης - θα καμφθεί στο αναμενόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 23ης Απριλίου 2020. Η συνεννόηση τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε έτσι να επιτευχθεί, πράγμα που θα ήταν προς όφελος και της χώρας μας.