Μόλις 498,7 εκατ. ευρώ ήταν τα κεφάλαια που εκταμίευσαν για ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια φέτος στο πρώτο εξάμηνο οι τράπεζες που υπέγραψαν συνολικά 6.596 νέες δανειακές συμβάσεις. Τα ποσά αντιστοιχούν σε μέση αξία δανείου περίπου 75.600 ευρώ.
Στο μεταξύ είναι η πρώτη φορά από το 2012 που αυξάνονται οι δαπάνες για τόκους των νοικοκυριών. Και το σημαντικό είναι ότι μόνο τα λιγοστά στεγαστικά δάνεια δε φταίνε γι' αυτό. Ευθύνονται αντίθετα, τα καταναλωτικά δάνεια που μπορεί να είναι μικρότερα ποσά, αλλά έχουν μεγαλύτερα επιτόκια και ανέβασαν το συνολικό λογαριασμό για τα νοικοκυριά ως προς το ΑΕΠ, καθώς η ζήτησή τους αυξήθηκε, λόγω των αναγκών και του πληθωρισμού.
Οικονομικά πάντως η πολιτική αυτή είναι πολύ κακή για τα νοικοκυριά, αλλά από την άλλη πλευρά, στηρίζει την κατανάλωση και τους ρυθμούς του ΑΕΠ. Βεβαίως το στοιχείο καθαυτό της μικρής ανόδου των δαπανών για τόκους, δεν είναι ανησυχητικό. Ο δείκτης ιδιωτικού χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας είναι κάτω του 60% στο 55,2% και θα μειωθεί περαιτέρω μετά την άνοδο του ΑΕΠ φέτος, ενώ παραμένει πολύ κοντά στο μέσο όρο των 27 της ΕΕ. Χαμηλότερα από το δείκτη της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου της Ολλανδίας, της Δανίας, της Φινλανδία και λοιπών οικονομικών δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης.
Κόπηκε ο ρυθμός εκταμιεύσεων των στεγαστικών δανείων
Αν και οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων ήταν 60% αυξημένες από πέρυσι στο πρώτο εξάμηνο, μετά το πρώτο τρίμηνο που ο ρυθμός των νέων δανείων ήταν καλός διατηρώντας ορμή από πέρυσι, οι εκταμιεύσεις ακολούθησαν πτωτική πορεία όχι μόνον στο δεύτερο τρίμηνο, αλλά μέχρι και το Σεπτέμβριο.
Οι λόγοι είναι γνωστοί ασφαλώς, καθώς στον πόλεμο στην Ουκρανία και στο διαρκώς αυξανόμενο πληθωρισμό, προστέθηκαν οι πρώτες ανακοινώσεις και εν συνεχεία οι αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, που άλλαξαν οριστικά το τοπίο.
Οι τράπεζες αν και δεν έχουν ενδείξεις για νέα γενιά «κόκκινων δανείων» είναι γεγονός ότι «φυλάγονται» πλέον κι έχοντας εντοπίσει τα στεγαστικά δάνεια ως τον πιο πιθανό «αδύναμο κρίκο» για τη δημιουργία ανοιγμάτων (ακολουθούν τα δάνεια σε πολύ μικρές επιχειρήσεις), δοκιμάζουν τις αντοχές και παρακολουθούν την κατάσταση από κοντά για να προλάβουν τυχόν προβλήματα.
Έχουν λόγους να ανησυχούν;
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν πως όχι, με μία μόνη εξαίρεση: Τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, σε σχέση με την άνοδο των επιτοκίων. Εδώ βεβαίως έχει αναπτυχθεί ένα μαξιλάρι, όπως εντοπίζει η ΤτΕ.
«Η διατήρηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων σε χαμηλό επίπεδο διευκόλυνε τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις το πρώτο εξάμηνο 2022.
Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών μειώθηκαν περαιτέρω για τα στεγαστικά δάνεια χάρη στην αύξηση του ΑΕΠ, ενώ αντίθετα ενισχύθηκαν οι αντίστοιχες δαπάνες για τα καταναλωτικά δάνεια λόγω της αύξησης του υπολοίπου τους και του επιτοκιακού κόστους» αναφέρει χαρακτηριστικά η ΤτΕ.
Η αύξηση των επιτοκίων
Από τον Ιούλιο του 2022 το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά άρχισε να αυξάνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το μέσο επιτόκιο των δανείων σε νοικοκυριά τον Ιούνιο ήταν 3,9%. Αυξήθηκε σε 4,5% τον Σεπτέμβριο με τις αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Στα στεγαστικά δάνεια:
- Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 74 μονάδες βάσης σε 2,7% το Σεπτέμβριο από 2% τον Ιούνιο.
- Στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε κατά 25 μονάδες βάσης από 3,9% τον Ιούνιο σε 4,1% το Σεπτέμβριο.
Γιατί τα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων αντέχουν
Υπολογίζοντας και το μικρό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ υπάρχουν αρκετά στοιχεία που εξηγούν τους λόγους για τους οποίους τα στεγαστικά δάνεια «αντέχουν» μέχρι τώρα και προκύπτουν από τα στοιχεία της ΤτΕ:
- Στην πραγματικότητα έχουν δοθεί πολύ λίγα στεγαστικά δάνεια.
- Η αξία των ακινήτων είναι ήδη χαμηλά, δεν προκλήθηκε φούσκα και η μικρή αλλά ικανοποιητική άνοδος των τιμών που έτεινε στο 10% στο πρώτο εξάμηνο φέτος σε σχέση με πέρυσι, στηρίζει τα ενυπόθηκα δάνεια.
- Οι τράπεζες δίνουν κατά μέσο όρο δάνειο στο 63% της αξίας.
- Το 75,1% των δανείων είναι στην καλύτερη κατηγορία του χαμηλού κινδύνου. Το 23,3% των δανείων εντάσσονται στη μεσαία κατηγορία και μόλις 1,7% του συνόλου των παλαιών και νέων στεγαστικών δανείων ταξινομείται στην κατηγορία υψηλότερου κινδύνου.
- Τα δάνεια με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου άνω των 10 ετών αποτελούν το 55,7% του συνόλου των νέων δανείων, ενώ οι εκταμιεύσεις δανείων με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου μικρότερη ή ίση του ενός έτους αντιπροσωπεύει το 26,6%. Η προτίμηση αυτή για στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου θα αμβλύνει τις επιπτώσεις από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής για τους δανειολήπτες αυτούς.
Διάρκεια των δανείων και μερίδια
Στο μεταξύ η μέση διάρκεια των στεγαστικών δανείων είναι 23 έτη. Το 45,3% των νέων δανειακών συμβάσεων έχει διάρκεια έως 20 έτη, το 17,4% έχει διάρκεια από 20 έως 25 έτη, ενώ το 37,2% έχει διάρκεια από 25 έως 35 έτη.
Το 96,2% των εκταμιεύσεων για στεγαστικά αφορά ιδιοκατοίκηση, ενώ μόλις το 3,8% αφορά δάνεια για αγορά οικιστικών ακινήτων προς εκμίσθωση.
Οι 4 συστημικές τράπεζες είχαν μερίδιο 95% στις εκταμιεύσεις ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στο πρώτο εξάμηνο ενώ οι μικρότερες τράπεζες και οι συνεταιριστικές τράπεζες είχαν μερίδιο αγοράς 3,9% και 0,8% αντίστοιχα. Το μερίδιο αγοράς των υποκαταστημάτων ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων ανήλθε σε 0,3%.