Το είχαμε… λησμονήσει αυτό το δίλημμα. Πρώτον διότι εδώ και περίπου μια 10ετία δεν χορηγούνταν νέα δάνεια παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις και δεύτερον διότι τα μηδενικά επιτόκια της ΕΚΤ δεν άφηναν κανένα περιθώριο δεύτερης σκέψης σχετικά με το ενδεχόμενο να επιλέξει κάποιος το «σταθερό». Να όμως που φτάνουμε και πάλι στο… σταυροδρόμι.
Οι χορηγήσεις ξεκίνησαν και πάλι και η μεγάλη πλειοψηφία των δανειοληπτών επιλέγουν το σταθερό επιτόκιο. Προς αυτή την κατεύθυνση προέτρεψε άλλωστε και με χθεσινές δηλώσεις του στην ΕΡΤ ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας. Ο λόγος; Με το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 0% η προοπτική περαιτέρω πτώσης είναι σχεδόν μηδενική.
Αντίθετα, η πιθανότητα ανόδου είναι αυξημένη καθώς ανεξάρτητα από το αν η ενεργειακή κρίση θα αποδειχτεί παροδική -όπως εκτιμάται- ή όχι, ο πληθωρισμός φαίνεται ότι μπορεί να κινηθεί ανοδικά τα επόμενα χρόνια παρακολουθώντας την ανάπτυξη της οικονομίας.
Όταν οι ελληνικές τράπεζες χορηγούν σήμερα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου με spread της τάξεως των 2,5-3 μονάδων και την ίδια στιγμή το σταθερό επιτόκιο επίσης κινείται στην περιοχή του 2,5-3%, είναι λογικό να αποφασίζει κάποιος ότι δεν αξίζει να αναλάβει τον επιτοκιακό κίνδυνο.
Το ερώτημα όμως δεν αφορά μόνο στους νέους δανειολήπτες - εκεί η απάντηση δείχνει να είναι και πιο εύκολη - αλλά και στους υφιστάμενους. Οι παλαιοί δανειολήπτες που πήραν μαζικά δάνεια την περίοδο 2005-2006-2007, έχουν κατά κανόνα κυμαινόμενο επιτόκιο και μάλιστα μα χαμηλά spread που κινούνται στην περιοχή του 1%. Ειδικά όσοι εξυπηρέτησαν κανονικά τα δάνειά τους όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο, το επιτόκιο έχει παραμείνει σε αυτό το χαμηλό επίπεδο.
Προκύπτει λοιπόν το εξής ερώτημα: ένας δανειολήπτης που αυτή τη στιγμή εξυπηρετεί ένα στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο της τάξεως του 1%, τον συμφέρει να το αλλάξει σε σταθερό ανεβάζοντας το κόστος στο 3 ή και στο 3,5%; Προφανώς δεν υπάρχει η μία και μοναδική απάντηση καθώς όλα εξαρτώνται από το πώς θα κινηθούν τα ευρωπαϊκά επιτόκια το επόμενο χρονικό διάστημα.
Αυτό που είναι σαφές είναι ότι όσο λιγότερος είναι ο χρόνος που υπολείπεται μέχρι να αποπληρωθεί πλήρως το δάνειο, τόσο λιγότερος είναι και ο επιτοκιακός κίνδυνος καθώς στα τελευταία χρόνια αποπληρωμής ενός δανείου, οι τόκοι είναι μικρό ποσοστό σε σχέση με το ύψος της μηνιαίας δόσης άρα και η αύξηση του επιτοκίου έχει μικρότερη επίπτωση στο τελικό ύψος της μηνιαίας δόσης.
Ως προς τον χρόνο πιθανής αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ, φαίνεται ότι και το 2022, δεν θα έχουμε κάποιες μεταβολές κάτι βέβαια που εξαρτάται και από την πορεία του πληθωρισμού σε επίπεδο ευρωζώνης. Για το πότε θα ξεκινήσει η αύξηση των επιτοκίων) αλλά και για το ποια θα είναι η έκταση που μπορεί να πάρει το φαινόμενο, μόνο προβλέψεις μπορούν να γίνουν οι οποίες προφανώς έχουν περιθώριο λάθους.
Άρα, ο δανειολήπτης αποφασίζει με γνώμονα τις αντοχές του προϋπολογισμού του αλλά και με το ποιο ρίσκο είναι διατεθειμένος να αναλάβει. Επί μια 10ετία και πλέον, το ρίσκο του κυμαινόμενου επιτοκίου του «βγήκε».