State Department: Οι κυρώσεις κατά της Μόσχας κόστισαν μόνο το 1% του ρωσικού ΑΕΠ

State Department: Οι κυρώσεις κατά της Μόσχας κόστισαν μόνο το 1% του ρωσικού ΑΕΠ

Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας δεν είχαν όπως φαίνεται σημαντικές επιπτώσεις στην ρωσική οικονομία συνολικά, εν σχέσει με τις κάποιες αισθητές επιπτώσεις που προκάλεσαν σε πρόσωπα που είχαν σχέση με τις εταιρείες εκείνες που είχαν συμπεριληφθεί στις λίστες που είχε καταρτίσει η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό απορρέει από την έκθεση, που είχαν παρουσιάσει οι Αμερικανοί οικονομολόγοι Daniel P. Ahn and Rodney D. Ludema στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, η οποία είχε ως σκοπό να τεκμηριώσει τα επιχειρήματα της κυβέρνησης Obama, η οποία ισχυρίζονταν ότι οι κυρώσεις στρέφονται εναντίον αξιωματούχων και εταιρειών και προσώπων που είχαν σχέση με τις εταιρείς αυτές.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Αμερικανών οικονομολόγων του State Department, οι συνέπειες για μια μεσαία επιχείρηση που υφίστατο τις κυρώσεις, σήμαινε ότι θα μπορούσε να χάσει περισσότερο από το 50% της κεφαλαιακής της αξίας και περίπου το ένα τρίτο των κερδών της. Ωστόσο οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν, με βάση τις εκτιμήσεις τους δεν επηρέασαν γενικά στο σύνολο της την ρωσική οικονομία, παρά μόνο το 1% του ΑΕΠ της Ρωσίας, όπως αναφέρεται στην έκθεση του State Department, στην οποία παράλληλα επισημαίνεται ότι οι επιπτώσεις που είχαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαιτίας των συναλλαγών της με την Ρωσία, σήμαναν μείωση του ΑΕΠ της κατά 0,13%.

Η επιστημονική μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν στην έκθεση αυτή των 36 σελίδων που συνέταξαν για λογαριασμό του State Department, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς της, τους επέτρεψε να διαχωρίσουν την επίδραση που είχαν οι κυρώσεις στην ρωσική οικονομία, από άλλους παράγοντες που επιδρούν στην ρωσική οικονομία.

Οι δύο οικονομολόγοι, ο Daniel P. Ahn, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στη θέση του αναπληρωτή βασικού οικονομολόγου του State Department και ο ερευνητής από το Πανεπιστήμιο του Τζορτάουν Rodney D. Ludema, μελέτησαν τις επιπτώσεις που είχαν οι κυρώσεις σε 296 ρωσικές εταιρείες, που είχαν άμεση σχέση με πρόσωπα που είχαν συμπεριληφθεί στην λίστα των κυρώσεων. Για την μελέτη τους, χρησιμοποίησαν την βάση δεδομένων ORBIS της εταιρείας Bureau Van Dijk, που εξειδικεύεται στην συγκέντρωση στοιχείων που αφορούν εταιρείες.
 
«Το βασικό μας συμπέρασμα συνίσταται στο ότι οι εταιρείες που υπέστησαν κυρώσεις είτε οι εταιρείες που σχετίζονται με πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις, υπέστησαν πράγματι πλήγμα εξαιτίας των κυρώσεων, σε σχέση με τις εταιρείες που δεν είχαν υποστεί κυρώσεις» αναφέρουν στην εισήγηση τους οι δύο οικονομολόγοι, θεωρώντας παράλληλα ότι τα στοιχεία αυτά «επιβεβαιώνονται και από στατιστικής απόψεως» και «επιβεβαιώνουν το ισχυρό αποτέλεσμα των στοχευμένων κυρώσεων»
 
Η εκτίμηση τους ωστόσο για τις επιπτώσεις των κυρώσεων στην Ρωσία είναι γενικά διαφορετική, καθώς στους παράγοντες που συνέβαλαν σημαντικά στην μείωση του ΑΕΠ της Ρωσίας, συμπεριλαμβάνουν τις διακυμάνσεις στην τιμή πετρελαίου και την μείωση των εισαγωγών, εκτιμώντας ότι οι κυρώσεις και άλλοι παράγοντες κατέχουν ένα μικρό ποσοστό στην μείωση του ΑΕΠ. «Από το ανώτατο σημείο του έως σήμερα – γράφουν οι Αμερικανοί οικονομολόγοι- το πραγματικό ΑΕΠ της Ρωσίας μειώθηκε κατά 5% και περίπου το 20% αυτής της μείωσης, δηλαδή το 1% του ΑΕΠ μπορεί εν δυνάμει να αποδοθεί στις κυρώσεις».
 
Οι Αμερικανοί οικονομολόγοι διαπιστώνουν παράλληλα ότι οι επιδράσεις που είχαν οι κυρώσεις στις οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ήσαν σημαντικές καθώς επηρέασαν το ΑΕΠ τους κατά -0,13%. Και αυτό επειδή, όπως ισχυρίζονται οι συντάκτες της έκθεσης, οι χώρες της ΕΕ ζημιώθηκαν λιγότερο σε σχέση με τη Ρωσία από τις κυρώσεις, καθώς το μερίδιο που καταλαμβάνει η Ρωσία στις εξαγωγές τους, είναι μικρότερο, αλλά και επειδή η μείωση των εισαγωγών από μέρους της Ρωσίας οφείλεται κυρίως στην πτώση της τιμής του πετρελαίου.

Το ρωσικό πρακτορείο Ria Novosti, παρουσιάζοντας την έκθεση αυτή του State Department, δεν αποφεύγει να σχολιάσει την προηγούμενη κυβέρνηση Obama και τους αξιωματούχους της, υποστηρίζοντας ότι επανειλημμένα άλλαζαν στάση, ανάλογα με τις συγκυρίες, όσον αφορά τις επιπτώσεις που είχαν οι κυρώσεις. «Όταν το ρούβλι – γράφει ο ανταποκριτής του πρακτορείου στην Ουάσιγκτον - άρχισε να υποχωρεί το φθινόπωρο του 2015, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Josh Earnest το απέδωσε στην επίδραση των κυρώσεων την οποία κατέγραψε ως συνεισφορά της αμερικανικής κυβέρνησης. Όταν η πτώση του ρουβλίου επιταχύνθηκε, ο Earnest, έσπευσε να δηλώσει ότι οι κυρώσεις ασκούν μόνο μια μικρή επίδραση, αποδίδοντας τις αρνητικές συνέπειες για την ρωσική οικονομία στην τιμή του πετρελαίου. Όταν το ρούβλι σταθεροποιήθηκε, ο Earnest δήλωνε ότι είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τις επιπτώσεις των κυρώσεων».
Λαμβάνοντας κανείς υπ' όψιν τα συμπεράσματα της έκθεσης αυτής του State Department, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάλλιστα ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έθιξαν μεν ορισμένες ρωσικές εταιρείες, αλλά όχι την ρωσική οικονομία στο σύνολό της, ώστε να προκληθούν κάποιοι καθοριστικοί κλυδωνισμοί στην ρωσική ηγεσία. Θα μπορούσε επίσης να συμπεράνει ότι τα συμπεράσματα αυτά συμπίπτουν με την εκτίμηση του Donald Trump ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας «υπήρξαν αναποτελεσματικές».

Ανεξάρτητα όμως από τις όποιες εκτιμήσεις, για τους παράγοντες που επηρέασαν την ρωσική οικονομία και τις επιπτώσεις που είχαν σ'' αυτήν, το θέμα της άρσης των κυρώσεων εξακολουθεί να παραμένει στην ημερήσια διάταξη του πολιτικού διαλόγου μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, ο οποίος σύμφωνα με τα όσα δήλωσε προχθές στην συνέντευξη του στο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο NTV ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Sergey Lavrov, «έχει αρχίσει, θα συνεχισθεί και θα γίνει πιο εντατικός μόλις ολοκληρωθεί ο σχηματισμός της αμερικανικής κυβέρνησης. Σήμερα ωστόσο ο εκπρόσωπος Τύπου του ρώσου προέδρου Dmitry Peskov δήλωσε ότι «προς το παρόν δεν υπήρξαν οι οποιεσδήποτε συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών για την άρση των κυρώσεων».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ