Του Γιώργου Φιντικάκη
Ένα πρώτο μήνυμα των δυτικών μας συμμάχων προς την κυβέρνηση για τα επενδυτικά της ανοίγματα στην Κίνα ήταν η επιστολή του αμερικανού υπουργού Εμπορίου Wilbur Ross για την Εθνική Ασφαλιστική.
Και αυτό καθώς εκτιμάται ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα είναι η μοναδική που θα φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, τώρα που αποφάσισε να παίξει το «νεοφιλελεύθερο σενάριο» για να γυρίσει η οικονομία, δηλαδή στο γήπεδο των ιδιωτικοποιήσεων, ποντάροντας πολλά στα κινεζικά γουάν.
Τα μηνύματα προς το κυβερνητικό στρατόπεδο έρχονται και από τις Βρυξέλλες και αφορούν στρατηγικούς τομείς όπως η ενέργεια. Στόχος, φαίνεται ότι είναι να βγουν εκτός παιχνιδιού -τόσο από τις συμπράξεις με την ΔΕΗ για κατασκευή νέων μονάδων, όσο και από τους διαγωνισμούς για την αγορά των υφιστάμενων- οι κρατικές κινεζικές εταιρείες με αρκετές από τις οποίες είχε εκτεταμένες συναντήσεις στο Πεκίνο ο επικεφαλής της Μ. Παναγιωτάκης.
Διαβάζοντας την σελίδα 36 του κειμένου της συμφωνίας αναφέρεται ότι οι αγοραστές λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ «δεν επιτρέπεται να δημιουργήσουν τόσο εκ πρώτης όψεως προβλήματα στον ανταγωνισμό, όσο και να προκαλέσουν κίνδυνο καθυστέρησης στην ολοκλήρωση εφαρμογής των διαρθρωτικών μέτρων».
Αν και δεν κατονομάζεται, η αναφορά φωτογραφίζει, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, την κινεζική εταιρεία CMEC που εμπλέκεται στο σχέδιο «Μελίτη ΙΙ» στην Φλώρινα, και με την οποία συναντήθηκε ο πρόεδρος της ΔΕΗ στο Πεκίνο. Το project Μελίτη προβλέπει τη δημιουργία κοινοπραξίας από την ΔΕΗ και την CMEC, στην οποία η ελληνική επιχείρηση θα συνεισφέρει την υφιστάμενη λιγνιτική μονάδα Μελίτη Ι, καθώς και την άδεια κατασκευής της Μελίτη ΙΙ, την οποία και θα κατασκευάσουν οι Κινέζοι. Στο τελικό σχήμα η ΔΕΗ θα κατέχει μειοψηφικό ποσοστό, οι Κινέζοι πλειοψηφικό, ενώ ένα μερίδιο θα ανήκει στους ιδιώτες μετόχους του ορυχείου της Βεύης, το οποίο και θα τροφοδοτεί τις δύο μονάδες με καύσιμο.
Επιχειρούν να πετάξουν εκτός τους Κινέζους
Η συγκεκριμένη, ωστόσο, αναφορά στο συμπληρωματικό μνημόνιο επιχειρεί να βγάλει εκτός την CMEC, όπως εκτιμούν άνθρωποι που παρακολουθούν εκ των έσω τις διεργασίες. Και αυτό καθώς βασικός μέτοχος στο project είναι μια κινεζική εταιρεία, με βασικό μέτοχο το Δημόσιο, το οποίο είναι ταυτόχρονα και μέτοχος της State Grid, η οποία εξαγόρασε πρόσφατα το 24% του ΑΔΜΗΕ. Με άλλα λόγια, η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από την State Grid και η ολοκλήρωση της συμφωνίας ΔΕΗ-CMEC, θα είχε σαν αποτέλεσμα το κινεζικό Δημόσιο να ελέγχει τόσο τον στρατηγικό partner του ΑΔΜΗΕ, όσο και δύο λιγνιτικές μονάδες στη Φλώρινα.
Στην πραγματικότητα, και με επιχείρημα ότι πίσω σχεδόν από κάθε κινεζική εταιρεία βρίσκεται το κράτος, οι Βρυξέλλες επιχειρούν να μπλοκάρουν την είσοδό τους σε στρατηγικούς τομείς των χωρών-μελών της Ε.Ε., με έμφαση στην ενέργεια, τις μεταφορές, και τις τηλεπικοινωνίες, στάση που επηρεάζεται και από την πολιτική προστατευτισμού που ακολουθεί ο αμερικανός πρόεδρος Donald Trump.
Αυτή βέβαια είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι οι δυτικοί μας σύμμαχοι από την μια πλευρά επιχειρούν να βάλουν πάγο στα κινεζικά ανοίγματα προς την Ελλάδα, από την άλλη όμως δεν στέλνουν τις δικές τους κρατικές επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα τη γαλλική EDF, να συζητήσουν με την κυβέρνηση για στρατηγικές επενδύσεις στην ενέργεια.
Ανεξαρτήτως, ωστόσο, της παραπάνω συλλογιστικής, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Το παιχνίδι ανάμεσα σε Δύση και Κίνα με γήπεδο και την Ελλάδα χοντραίνει, και ακόμη βρισκόμαστε μόνο στην αρχή, όπως εκτιμούν όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, καθώς όσο θα ανοίγει το μπουκέτο των ελληνικών ιδιωτικοποιήσεων, τόσο και τα μηνύματα θα πολλαπλασιάζονται.
Πίεση και από Γερμανία
Η συγκυρία σήμερα είναι διαφορετική απ' ότι το 2016, όταν η Cosco απέκτησε το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Όχι μόνο ο Trump υψώνει τους τόνους απέναντι στην Κίνα εξετάζοντας την επιβολή φόρου στις εισαγωγές, αλλά και οι Βρυξέλλες δεν κρύβουν πλέον ότι πίσω από τον επεκτατισμό των κινεζικών κρατικών επιχειρήσεων, βλέπουν τον στόχο να αυξηθεί η τοπική ηγεμονία του Πεκίνου. Πιέζονται να λάβουν μέτρα από την Γαλλία, την Ιταλία και πρόσφατα την Γερμανία, που κατηγορούν το Πεκίνο ότι ψωνίζει μαζικά στην Ευρώπη όχι με επιχειρηματικά κριτήρια αλλά για να αγοράσει πολιτική επιρροή. Έχουν μάλιστα ζητήσει από την Ευρωπαία Επίτροπο Cecilia Malmstrom να επανεξετάσει τους κανόνες για τις ξένες επενδύσεις στην Ε.Ε., κάνοντας λόγο για «ανεπιθύμητα deals», και υποστηρίζοντας ότι πίσω από τις επιθετικές εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων - και τις προσφορές κινεζικών εταιρειών, που συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ την αξία των εταιρειών αυτών- υποκρύπτονται πολιτικά κίνητρα.
Είναι σε αυτή τη συγκυρία που η κυβέρνηση ελπίζει ότι οι Κινέζοι, θα είναι οι πρώτοι που θα παρελάσουν στην Αθήνα, προκειμένου να της βγει το σενάριο για την ανάκαμψη της οικονομίας. Φλερτάρει σε όλα τα επίπεδα με τα κινεζικά γουάν, από την ενέργεια, τα ακίνητα και τη ναυπήγηση πλοίων, μέχρι τα χρηματοπιστωτικά και τα αεροδρόμια, σε μια στιγμή που οι δυτικοί μας σύμμαχοι σκληραίνουν τη στάση τους προς το Πεκίνο, δίχως ωστόσο και οι δικές τους εταιρείες να έχουν ακόμη κάνει μαζικά την εμφάνισή τους στην Ελλάδα, που χρειάζεται όσο ποτέ τις επενδύσεις, όπως αναφέρει και το Μεσοπρόθεσμο.
Σαν σχήμα είναι οξύμωρο, ενέχει γεωπολιτικό ρίσκο, και σε κάθε περίπτωση οι επιπτώσεις του μένει να φανούν. Το παιχνίδι, ωστόσο, θα χοντρύνει κι άλλο, όπως προκύπτει από τα ολοένα πιο συχνά δημοσιεύματα στους FT ότι πρέπει να μπει τέλος στην ακόρεστη λαιμαργία της Κίνας για ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία η οποία και υπαγορεύεται από πολιτικές σκοπιμότητες.
Σε πρόσφατο άρθρο τους, με αφορμή το συνέδριο «One Belt, One Road» στο Πεκίνο, οι FT κατηγορούν ευθέως το Πεκίνο ότι ο δρόμος του μεταξιού, μέρος του οποίου αποτελεί και η Ελλάδα, στοχεύει μόνο στο να αυξηθεί η πολιτική ηγεμονία της Κίνας. Και μιλούν για μια χώρα που κυριαρχείται από κρατικές επιχειρήσεις, και υπερπαραγωγή σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς οπότε βλέπει το project μόνο ως το εργαλείο που θα δώσει δουλειά στο εξωτερικό για τις εταιρείες της. «Αν είναι έτσι το σχέδιο που ετοιμάζουν οι Κινέζοι μπορεί να μην είναι αυτό που χρειάζονται οι χώρες που θα το υποδεχτούν», καταλήγει το δημοσίευμα, και χαρακτηρίζει το project όχι ως επενδυτικό πρόγραμμα, αλλά «ως ένα καθαρά αποικιακό σχέδιο».