Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Είναι βέβαιο πως αν την ερχόμενη Παρασκευή ο οίκος Moody'' s μας κάνει... τη χάρη να μας αναβαθμίσει κατά μία βαθμίδα, τότε ο Αλέξης Τσίπρας θα αρπάξει την ευκαιρία και θα πανηγυρίσει, κάνοντας λόγο για «απόδειξη επιστροφής στην κανονικότητα μετά τη λήξη του μνημονίου». Πολλά θα ειπωθούν για την «ψήφο εμπιστοσύνης» στους χειρισμούς της κυβέρνησης και για την αποκατάσταση του επενδυτικού κλίματος. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι αφενός την ελληνική κυβέρνηση δεν την ενδιαφέρουν και πολύ οι αγορές, όπως είπε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, και αφετέρου ότι χρειαζόμαστε πολλές αναβαθμίσεις ακόμη για να ξεφύγουμε από την κατηγορία «junk».
Η χθεσινή επιτυχία της Κύπρου και η έκδοση 10ετούς ομολόγου με επιτόκιο 2,4%, μάλλον χαλάει τα σχέδια του Έλληνα πρωθυπουργού για νέους πανηγυρισμούς. Την ώρα που ο Αλ. Τσίπρας εμποδίζει τις μεγάλες επενδύσεις, επαναπαύεται στο κεφαλαιακό «μαξιλάρι» και προσπαθεί με... τρικ να πείσει ότι ξεφύγαμε από την κρίση, έρχεται η Κύπρος να μας δείξει ότι η επιστροφή στην κανονικότητα επιτυγχάνεται με έργα και όχι με λόγια. Το παράδειγμα της Κύπρου είναι το πλέον ενδεικτικό για μία χώρα που αποκαθιστά τις σχέσεις με την επενδυτική κοινότητα.
Για να καταλάβουμε πόσο μεγάλη είναι η επιτυχία της Κύπρου, αρκεί να πούμε ότι δανείζεται για 10 χρόνια με χαμηλότερο επιτόκιο από την Ιταλία που είναι η 8η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η 3η στην Ευρωζώνη, καθώς οι απειλές της κυβέρνησης των λαϊκιστών για σύγκρουση με την Ευρώπη έχουν οδηγήσει την απόδοση του ιταλικού 10ετούς στο 2,8%.
Ο συνδυασμός οικονομικών προοπτικών της Κύπρου, αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα από την S&P και σχετικά υψηλού επιτοκίου – σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης που έχουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια – είχε ως αποτέλεσμα οι προσφορές για το κυπριακό 10ετές να φτάσουν τα 5,7 δισ. ευρώ, όταν αρχικά το Γραφείο Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους ζητούσε 1 δισ. ευρώ και τελικά άντλησε 1,5 δισ. ευρώ.
Αντίθετα με την Κύπρο, η Ελλάδα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερηφανεύεται για το επενδυτικό ενδιαφέρον που συγκεντρώνει. Είναι κάτι που γνωρίζει καλά ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος ταξιδεύει σήμερα στο Λονδίνο για να «διαφημίσει» την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, τη στιγμή που για ελληνικά assets ενδιαφέρονται μόνο κερδοσκοπικά κεφάλαια διότι πολύ απλά η χώρα μας απέχει πολύ ακόμη από την επιστροφή στην κανονικότητα.
Η Κύπρος, όχι μόνο κατάφερε να υπερκαλύψει την έκδοση κατά 5,7 φορές και να μειώσει το επιτόκιο έναντι των αρχικών εκτιμήσεων (σε 2,4% από 2,6%), αλλά απολαμβάνει και τα οφέλη της αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα. Από τη στιγμή που η Standard & Poor'' s αναβάθμισε την Κύπρο σε «BBB-», ο Μάριο Ντράγκι μπορεί να εξετάσει την ένταξή της στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το περιβόητο QE, ενώ οι κυπριακοί τίτλοι θα είναι εκ νέου επιλέξιμοι ως ενέχυρα στις πράξεις αναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.
Μάλιστα, στις 19 Οκτωβρίου αναμένεται και η Fitch να... πράξει αναλόγως. Με αναβάθμιση κατά μία μόνο βαθμίδα από την Fitch, η Κύπρος θα βρίσκεται εκτός «junk» από δύο οίκους, που σημαίνει ότι μπαίνει για τα καλά στα «σαλόνια» της επενδυτικής κοινότητας, ήτοι σε δείκτες ομολόγων που παρακολουθούν ορισμένα από τα μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια στον κόσμο.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, κατάφερε να χάσει το τρένο του QE, αλλά και το waiver αφού ο κ. Τσίπρας προτίμησε μία «προληπτική γραμμή» που δεν είναι επίσημη – το κεφαλαιακό «μαξιλάρι»- αποκλείοντας τις ελληνικές τράπεζες από τη φθηνή χρηματοδότηση της ΕΚΤ. Την ίδια ώρα, μεγάλες επενδύσεις χάνονται και η ανάπτυξη περιορίζεται στο 1,6% τα τελευταία τρίμηνα δείχνοντας εξασθενημένες αντοχές.
Η Κύπρος κατάφερε να βγει από την κατηγορία junk 2,5 χρόνια μετά το τέλος του μνημονίου σε ένα έτος που η ανάπτυξη προβλέπεται να αγγίξει το 4%. Η Ελλάδα μόλις τελείωσε από το επίσημο μνημόνιο αλλά παραμένει σε καθεστώς εποπτείας πολύ πιο αυστηρό από της Κύπρου ή της Πορτογαλίας, ενώ για να δούμε ανάπτυξη 4% υπό την παρούσα κυβέρνηση θα πρέπει μάλλον να αρχίσουμε να πιστεύουμε στα θαύματα. Αν χρειαστούμε κι εμείς 2,5 χρόνια από το τέλος του μνημονίου για να αποκαταστήσουμε την επενδυτική εμπιστοσύνη τότε θα έχουμε περάσει 10 ολόκληρα χρόνια στα «σκουπίδια».
Ναι, η περίπτωση της Κύπρου είναι πολύ διαφορετική από της Ελλάδας και η οικονομία της έχει εντελώς άλλα χαρακτηριστικά, όμως η σύγκριση γίνεται στη βάση της διαδικασίας που απαιτείται για να μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι μία χώρα βγήκε πραγματικά στις αγορές και επέστρεψε στην κανονικότητα.
Το χρονικό της επιστροφής
Η κυπριακή κυβέρνηση έχασε την πρόσβαση στις αγορές τον Μάιο του 2011 όταν οι αποδόσεις των ομολόγων της εκτοξεύτηκαν. Η S&P ήταν η πρώτη από τις «τρεις αδελφές» που έριξε στις αρχές του 2012 το κυπριακό αξιόχρεο στην κατηγορία «junk». Ακολούθησαν Moody''s και Fitch, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί η κυβέρνηση Χριστόφια να ζητήσει οικονομική βοήθεια από την Ευρώπη.
Το 2014 το κυπριακό δημόσιο δοκίμασε τις δυνάμεις του με μία επιφυλακτική έκδοση με επιτόκιο άνω του 4%. Την ίδια χρονιά έγιναν άλλες δύο απόπειρες, ενώ η Κύπρος συνέχιζε να βρίσκεται στην κατηγορία «junk», ενώ τον Οκτώβριο του 2015 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημοπρασία 10ετούς ομολόγου με επιτόκιο 4,25%. Τον Ιούνιο του 2017 η Κύπρος βγήκε στις αγορές μέσω της έκδοσης 7ετούς ομολόγου με την απόδοση να διαμορφώνεται στο 2,8%.