Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αν θέλετε να αποφύγετε την πληρωμή του δανείου σας αυτό που πρέπει να καταφέρετε είναι να... ξεκινήσετε δικαστική διαμάχη με κάποια τράπεζα. Θα έχετε περίπου 3,5 χρόνια στη διάθεσή σας χωρίς να υπάρξει καμία εξέλιξη, καθώς αυτός είναι ο εκτιμώμενος χρόνος δικαστικής εκκαθάρισης ενός «κόκκινου» δανείου.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας τα οποία παραθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η Ελλάδα είναι το δεύτερο χειρότερο μέρος στην Ευρώπη – μετά τη Σλοβακία - σε ότι αφορά την ταχύτητα με την οποία επιλύονται δικαστικά οι διαφορές που προκύπτουν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Μάλιστα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι ο χρόνος δικαστικής εκκαθάρισης στην Ελλάδα έχει αυξηθεί από 2010 κατά 1,5 έτη.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι... λίγο καλύτερη. Στην Ιρλανδία για παράδειγμα, η εκκαθάριση ενός «κόκκινου» δανείου γίνεται σε λιγότερο από 6 μήνες, ενώ σε Σλοβενία, Βέλγιο, Φινλανδία, Γερμανία και Μ. Βρετανία χρειάζεται το πολύ ένας χρόνος. Μάλιστα, η Σλοβενία έχει καταφέρει μετά το 2014 να μειώσει τον χρόνο επίλυσης από 2 έτη σε κάτω από 1.
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για την ελληνική αγορά καθώς λιμνάζουν υποθέσεις για πολλά χρόνια. Κυρίως για τις τράπεζες, αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο στην προσπάθειά τους να μειώσουν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εγκαίρως και να μην χρειαστούν νέα κεφάλαια.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: σήμερα, το ύψος των ανοιγμάτων που βρίσκονται σε καθεστώς νομικής προστασίας και πρακτικά εκκρεμεί η δικαστική τους επίλυση διαμορφώνεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, σε 15,3 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι στα δικαστήρια είναι «εγκλωβισμένο» το 14,6% του συνόλου των «κόκκινων» δανείων, που αντιστοιχεί επίσης σχεδόν στο 1/3 του συνολικού στόχου μείωσης έως το 2019. Την ίδια ώρα, οι τραπεζικές διοικήσεις εκτιμούν ότι τα δάνεια των στρατηγικών κακοπληρωτών, ήτοι όσων μπορούν να πληρώσουν αλλά εκμεταλλεύονταν μέχρι σήμερα τις προστατευτικές διατάξεις του νόμου, ανέρχονται σε 25 δισ. ευρώ.
Γίνεται, λοιπόν αντιληπτό, πόσο σημαντική είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών επίλυσης διαφορών και κατά συνέπεια η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίο νομοθετήθηκε πρόσφατα. Επίσης, η λειτουργία του δικαστικού συστήματος επηρεάζει άμεσα και το κομμάτι της ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, στην περίπτωση που έχουν πλέον κατοχυρώσει το σχετικό νομικό δικαίωμα. Από την ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων, οι τράπεζες εκτιμούν ότι θα μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 11,5 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019, πάνω δηλαδή από το 1/4 του συνολικού στόχου μείωσης κατά 40 δισ. ευρώ.
Στην παρούσα φάση, ο χρόνος ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων εκτείνεται από 3,5 έως 5 χρόνια και σε μερικές περιπτώσεις και σε ακόμη μεγαλύτερο διάστημα, όταν στην Ευρώπη ανάλογες υποθέσεις επιλύονται κατά μέσο όρο σε δύο χρόνια.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, ο χρόνος ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων επηρεάζει άμεσα την εκκαθάριση των NPEs και αποτελεί έναν παράγοντα που δυνητικά θα μπορούσε να μεταβάλει σημαντικά την υφιστάμενη εικόνα στην εν λόγω αγορά.
Η απομείωση των εξασφαλίσεων που συντελείται ως απόρροια των χρονοβόρων δικαστικών διαδικασιών αφενός διαμορφώνει ένα σημαντικό αντικίνητρο από την πλευρά των υποψήφιων δυνητικών επενδυτών για την αγορά «κόκκινων» δανείων, αφετέρου δε επηρεάζει άμεσα και τις προσφερόμενες τιμές. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ΤτΕ, η απομείωση η οποία συντελείται στην αξία των εξασφαλίσεων, εάν θεωρήσουμε έναν χρονικό ορίζοντα 5 ετών για τη ρευστοποίηση, διαμορφώνεται σε 50% στο Συντηρητικό Σενάριο, όπου έχει καθοριστεί ότι ο εσωτερικός ρυθμός απόδοσης που απαιτούν οι επενδυτές είναι μόνο 15%, ενώ αντίστοιχα είναι 60% και 73% στο Βασικό και στο Ακραίο σενάριο, όπου ο ρυθμός εσωτερικής απόδοσης έχει καθοριστεί σε 20% και 30% αντίστοιχα.
Σε ότι αφορά τα καταγγελμένα δάνεια τα οποία ανέρχονται σε 48 δισ. ευρώ και είναι περίπου τα μισά «κόκκινα δάνεια», είναι προφανές ότι η γρήγορη δικαστική επίλυση θα απελευθερώσει πόρους και θα δώσει ώθηση στις προσπάθειες των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν εκ νέου την οικονομία.
Οι τράπεζες έχουν διενεργήσει προβλέψεις ύψους 29 δισ. ευρώ για τις καταγγελμένες απαιτήσεις, ενώ υφίστανται και εξασφαλίσεις συνολικού ύψους 21 δισ. ευρώ. Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί στην καταγγελία τους, η ρευστοποιή-σιμη αξία των εξασφαλίσεων συναρτάται σε απόλυτο βαθμό από τη διάρκεια που θα απαιτηθεί μέχρι την οριστική διευθέτηση της αντιδικίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη σημασία και ανάγκη για επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών.
Επιπλέον, η επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άρση των εμποδίων για τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς. Δεδομένου ότι οι προαπαιτούμενες νομικές ενέργειες έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί με τις νομοθετικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί, το κενό της τιμής μεταξύ αγοραστών και πωλητών καθίσταται ο σημαντικότερος εναπομένων παράγοντας και το μεγαλύτερο ουσιαστικά εμπόδιο στη λειτουργία της αγοράς. Η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά προς αυτή τη κατεύθυνση. Πρωτίστως, θα ενισχύσει τη σύγκλιση των τιμών μεταξύ αγοραστών και πωλητών, μέσω της βελτίωσης της αποτίμησης των εξασφαλίσεων. Επιπροσθέτως, όμως, η σύντμηση του χρονικού ορίζοντα εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων θα ενισχύσει τη διαφάνεια στη λειτουργία της αγοράς των «κόκκινων» δανείων.