Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στο επίπεδο που διαμορφωνόταν πριν από περίπου 10 χρόνια, όταν η κατάρρευση της Lehman Brothers είχε προκαλέσει πανικό στις αγορές και είχε πυροδοτήσει ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων σε ολόκληρο τον πλανήτη, μεταξύ των οποίων και η εκτίναξη του κόστους δανεισμού χωρών όπως η Ελλάδα, βρέθηκε χθες το ελληνικό spread. Υποχώρησε για πρώτη φορά μέσα στην κρίση στις 220 μονάδες βάσης και είναι αυτό που… λέει την αλήθεια για την ελληνική οικονομία.
Η αποκλιμάκωση του spread αντανακλά πως αρχίζουν να διαμορφώνονται οι απαιτούμενες συνθήκες για να ξεφύγει η ελληνική οικονομία από την κρίση και να πλησιάσει τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Ταυτόχρονα, η αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης είναι μία διαδικασία που θα πάρει χρόνο και θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τις διεθνείς εξελίξεις και τη γενικότερη αποστροφή κινδύνου στις τάξεις των επενδυτών.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η διαφορά μεταξύ της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτη επενδυτικής εμπιστοσύνης. Εύλογα θα έλεγε κανείς αφού στην ουσία μετριέται το επιπλέον επιτόκιο που ζητούν οι επενδυτές για να αναλάβουν τον κίνδυνο της χώρας. Προφανώς, λοιπόν, όσο πιο κοντά είναι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας σε αυτό της Γερμανίας τόσο μεγαλύτερο είναι το ενδιαφέρον μακροπρόθεσμων επενδυτών για τους ελληνικούς τίτλους και γενικότερα για τη χώρα μας, τόσο πιο εύκολος γίνεται ο δανεισμός, πιο βιώσιμο το χρέος κ.ο.κ.
Το spread είναι επίσης ο λόγος που δεν ήταν δικαιολογημένοι οι πανηγυρισμοί της προηγούμενης κυβέρνησης, για παράδειγμα στις αρχές του 2018, όταν η απόδοση του ελληνικού 10ετούς υποχωρούσε σε προ κρίσης επίπεδα, π.χ. στο 4,4%, ήτοι σε επίπεδο 2008. Πράγματι υποχωρούσε η απόδοση σε προ κρίσης επίπεδα αλλά η εξέλιξη αυτή μας έλεγε τη μισή αλήθεια. Διότι η πτώση ενώ ήταν θετική δεν ήταν η απαιτούμενη για να πλησιάσουμε την υπόλοιπη Ευρώπη καθώς το spread ξεπερνούσε τις 370 βάσης. Δανειζόμασταν δηλαδή με 3,7% υψηλότερο επιτόκιο από τη Γερμανία. Συγκριτικά, το καλοκαίρι του 2008 δανειζόμασταν κατά 1,2% ακριβότερα από τη Γερμανία.
Υπενθυμίζεται ότι η δεκαετία του 2000 και πριν την κρίση του 2008, χαρακτηρίστηκε από την ευφορία για την κοινή πορεία της Ευρωζώνης, που είχε οδηγήσει σχεδόν σε πλήρη σύγκλιση το κόστος δανεισμού των χωρών-μελών. Ανεξάρτητα από το αν δικαιούνταν οι ελληνικοί τίτλοι να φέρουν επιτόκιο πολύ κοντά σε αυτό της Γερμανίας, η σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα πρέπει να γίνεται με βάση το spread και όχι την απόδοση.
Έως και το 2007 το spread του ελληνικού 10ετούς με το γερμανικό παρέμενε σε στενό εύρος διακύμανσης, στο επίπεδο των 25-35 μ.β., στην ουσία δηλαδή δανειζόμασταν με γερμανικά επιτόκια. Το 2009 άρχισε να ανοίγει η ψαλίδα λόγω της κρίσης, καθώς οι γερμανικοί τίτλοι εμφάνισαν τεράστιες αντοχές την ώρα που η Ελλάδα ξεκινούσε τον δικό της γολγοθά με πρώτη κορυφή το 2012 και δεύτερη το 2015. Από το 2016 ξεκίνησε η αποκλιμάκωση και στις αρχές του 2018 το spread υποχώρησε κάτω από τις 300 μ.β. όμως προσωρινά λόγω των εντάσεων στις διεθνείς αγορές και της αδυναμίας της Ελλάδας να δείξει ότι μπορεί να σημειώσει αναπτυξιακό άλμα.
Χθες, η βελτίωση του κλίματος στις αγορές μετά τις διαδοχικές ήττες του Μπόρις Τζόνσον, γεγονός που περιορίζει τις πιθανότητες ενός άτακτου Brexit, και την αποκλιμάκωση της έντασης στο Χονγκ Κονγκ, μετά την απόσυρση του νομοσχεδίου για την έκδοση υπόπτων στην Κίνα, οδήγησε σε σημαντική άνοδο τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων. Την εξέλιξη αυτή «εκμεταλλεύτηκαν» οι ελληνικοί τίτλοι, με την απόδοση του 10ετούς να φτάνει μια ανάσα από το πρόσφατο ιστορικό χαμηλό στο 1,56%.
Μέσα στο τελευταίο 12μηνο το spread έχει μειωθεί περίπου στο μισό ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται μετά τις ευρωεκλογές. Τα ελληνικά ομόλογα πλέον συμπεριφέρονται σαν να συγκαταλέγονται στην «επενδυτική βαθμίδα» και ας λέει η Capital Economics ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που δεν θα τα αφήσουν ξεφύγουν από το «junk».
Σύμφωνα με τον οίκο, η Ελλάδα δύσκολα θα επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% που επιδιώκει ο πρωθυπουργός, παρά τις θετικές κινήσεις που ήδη έχει κάνει. Την τελευταία φορά που η χώρα κατάφερε κάτι τέτοιο ήταν τη δεκαετία 1997-2007 όταν η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν με μεγάλη ταχύτητα και ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξανόταν. Σήμερα η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει μία παγκόσμια οικονομία που παραπαίει, μία ευρωπαϊκή οικονομία που κινδυνεύει με ύφεση, ένα εξαιρετικά σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο και ένα τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα.