Εθνικό στόχο αποτελεί η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ η ελληνική οικονομία έχει αντοχές και εφόδια στην κρίση την αναμενόμενη μεγάλη άνοδο του τουρισμού και την ισχυροποίηση των καταθέσεων που σε συνδυασμό με τις επενδύσεις χάρη και στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, θα βοηθήσουν να αναπτυχθεί σημαντικά 3%-4%. Τα παραπάνω ανέφεραν μεταξύ άλλων οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στο Money Review Banking Summit.
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των συστημικών τραπεζών, έχουν μετριάσει τις προσδοκίες τους για την ανάπτυξη λόγω του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, αλλά παραμένουν γενικά θετικοί για την οικονομία που θα μπορούσε να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο 5% ή και 5,5% κάτω από άλλες συνθήκες, ενώ τώρα το αφήγημα υπονομεύεται από τις εξελίξεις.
Θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να συνεχιστεί η θετική πορεία που απαιτεί την εγρήγορση όλων και κυρίως των δυναμικότερων στοιχείων της κοινωνίας, του επιχειρηματικού κόσμου, καθώς οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετάσουν τη δυνατότητα συνεργασιών και συγχωνεύσεων για να αλλάξουν μέγεθος και να αντλήσουν τα φθηνά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης για επενδύσεις.
Παύλος Μυλωνάς: Ισχυρές οι βάσεις της ελληνικής οικονομίας
Η δυναμική της οικονομίας και οι ισχυρές της βάσεις θα αποδειχθούν πολύ χρήσιμες για να απορροφήσουν τις νέες προκλήσεις, εκτίμησε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ Παύλος Μυλωνάς. Προέβλεψε μάλιστα ότι αν και το ΑΕΠ θα επηρεαστεί αρνητικά το 2022 αναμένεται ωστόσο με τα σημερινά δεδομένα ανάπτυξη 3% από 4,5% που ήταν η αρχική εκτίμηση. «Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν μείωση του μέσου ετήσιου ΑΕΠ στην Ευρώπη μόλις κατά 0,2% για την επόμενη τριετία 2022-2024», πρόσθεσε.
Ο κ. Μυλωνάς παρέθεσε τα εξής στοιχεία: H ελληνική οικονομία τα πήγε πολύ καλύτερα από ότι αναμενόταν το 2021, ειδικά στο δεύτερο εξάμηνο, ανακτώντας ένα μεγάλο μέρος της επίδρασης της πανδημίας. Στο τέταρτο τρίμηνο του 2021 είπε, «είχαμε ήδη ξεπεράσει τα προ-πανδημίας επίπεδα, αύξηση που προήλθε κυρίως από εξαγωγές προϊόντων και επενδύσεις παγίων. Αυτά παρόλο που οι εισπράξεις από τον τουρισμό έφτασαν μόνο το 60% του 2019, χρονιά-ρεκόρ μέχρι σήμερα».
Πρόσθεσε ακόμα ότι «δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας, ο δείκτης ανεργίας μειώθηκε σε 12.8% που είναι το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια, οι επιχειρήσεις εμφάνισαν δυνατούς ισολογισμούς και κερδοφορία, έχοντας γίνει πιο ανταγωνιστικές».
Η Εθνική Τράπεζα έχει σχεδόν ολοκληρώσει την εξυγίανση του ισολογισμού της από τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, τόνισε ο κ. Μυλωνάς. «Το 2021 μειώθηκαν στο εντυπωσιακό ποσοστό του μόλις 6.9%, δηλαδή μόλις 2 δισ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα και ούτε καν 0,5 δισ. ευρώ μετά από προβλέψεις, λόγω και του υψηλού δείκτη κάλυψης στο 78%». Πρόσθεσε ότι η ΕΤΕ πέτυχε αυτό το ποσοστό «ένα χρόνο νωρίτερα από ότι περιμέναμε».
Ο, ελληνικές τράπεζες, είπε, ο κ. Μυλωνάς, «έχουν και τη ρευστότητα και τα κεφάλαια για να στηρίξουν τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η ΕΤΕ συγκεκριμένα έχει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κοντά στο 17% και επαρκή ρευστότητα για να μεγαλώσει κι άλλο τον ισολογισμό της».
Επισήμανε επίσης και τις άλλες πηγές που έφεραν ρευστότητα πάνω από 13 δισ. ευρώ στην οικονομία τη διετία 2020-2021:
- Μέσω των κυβερνητικών προγραμμάτων στήριξης (μόνο η επιστρεπτέα προκαταβολή ήταν ισοδύναμη με 8,5 δισ. ευρώ)
- Μέσω των εταιρικών ομολόγων που εκδόθηκαν και αγοράστηκαν από ξένους επενδυτές κοντά στα 4,5 δισ. ευρώ.
- Κεφάλαια από ξένες επενδύσεις που εισέρευσαν στη χώρα. Ο κ. Μυλωνάς είπε, ότι στη διετία 2020 -2021, τα τραπεζικά δάνεια αυξήθηκαν σε καθαρή βάση (μετά τις αποπληρωμές) περί τα 10 δισ. ευρώ.
Για τις χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης ο κ. Μυλωνάς είπε ότι «εμείς ως Εθνική Τράπεζα, ήδη από το Φεβρουάριο δεχόμαστε επίσημα αιτήματα για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων».
Υπάρχει «μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον για χρηματοδότηση επιλέξιμων έργων μέσω των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και ειδικά για τα μεγάλα Projects άνω των 10 εκατ. ευρώ και σε κάποιες περιπτώσεις και 100 εκατ. ευρώ. παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες λόγω του μακροοικονομικού περιβάλλοντος», πρόσθεσε. «Το επενδυτικό ενδιαφέρον αποδεικνύεται και έμπρακτα, καθώς, σε λιγότερο από δύο μήνες επίσημης λειτουργίας του προγράμματος, έχουμε λάβει άνω των 100 επενδυτικών προτάσεων συνολικά 600 εκατ. ευρώ και τα στελέχη μας είναι σε καθημερινή επαφή με πελάτες και τους συμβούλους τους για να τους καθοδηγήσουν στην προετοιμασία των αιτήσεων που αναμένεται να υποβάλουν στο προσεχές χρονικό διάστημα.
Για τα μικρότερα επενδυτικά σχήματα υπάρχει ακόμη η ανάγκη περισσότερης ενημέρωσης και εκπαίδευσης κατέληξε και τόνισε, ότι «είναι γνωστό ότι μπορούν να συνδυαστούν τα κεφάλαια του Ταμείου με τον Αναπτυξιακό Νόμο, πρέπει όμως να διευκρινιστούν οι λεπτομέρειες» κατέληξε ο κ. Μυλωνάς.
Φωκίων Καραβίας: Εθνικός στόχος η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
«Εθνικό στόχο», πρέπει να αποτελεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, είπε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, ο οποίος πρόσθεσε ότι δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί επειδή οι συνθήκες γίνονται δυσχερέστερες. Αντίθετα είπε, πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες «και να υπάρξει συντονισμός όλων όσοι μπορούν να συμβάλουν, των κρατικών αρχών, της κυβέρνησης, των τραπεζών, των μεγάλων οικονομικών οργανισμών και επιχειρήσεων, γιατί η επενδυτική βαθμίδα είναι η “λυδία λίθος” της επιστροφής στην κανονικότητα».
Για τα «κόκκινα δάνεια», ο κ. Καραβίας είπε, ότι η πρόοδος στην μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους τραπεζικούς ισολογισμούς «είναι σίγουρα μια μεγάλη επιτυχία, συνολικά του τραπεζικού συστήματος, αλλά και της πολιτείας που μας έδωσε τα απαραίτητα εργαλεία. Έτσι, πριν από λίγες μέρες, γίναμε η πρώτη ελληνική τράπεζα που ανακοίνωσε στα αποτελέσματά της μονοψήφιο δείκτη ΝΡΕ, στο 6,8%». Πρόσθεσε ότι για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος «θα έχουμε μονοψήφιο δείκτη έως τα τέλη του τρέχοντος έτους».
Ο κ. Καραβίας τόνισε ότι «ζήσαμε σχεδόν μία δεκαετία κρίσης ρευστότητας» και «τέτοιο πρόβλημα σήμερα δεν υπάρχει». Πρόσθεσε, ότι με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα δούμε μια περαιτέρω έκρηξη του ενδιαφέροντος που ήδη καταγράφτηκε με την έλευση στη χώρα μας μεγάλων ξένων επιχειρήσεων για πάγιες επενδύσεις όσο και με αποτιμήσεις ελληνικών επιχειρήσεων που δεν είχαμε ξαναδεί – θα έλεγα μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσαμε καν να διανοηθούμε».
Έκανε έκκληση και πρόσκληση «στην επιχειρηματική κοινότητα της χώρας – ιδιαίτερα στις μεσαίες και μικρότερες επιχειρήσεις, να έρθουν, να μιλήσουν με εμάς στις τράπεζες, και να κινηθούν γρήγορα και σχεδιασμένα, ενδεχομένως σε σχήματα άθροισης δυνάμεων, γιατί οι προδιαγραφές των ευρωπαϊκών κονδυλίων αυτή τη φορά είναι τέτοιες ώστε εάν δεν κινηθούμε σωστά, με προετοιμασία, με σχέδιο τα χρήματα θα χαθούν και δεν θα δοθεί η δυνατότητα απορρόφησης άρον-άρον στο τέλος της περιόδου, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν».
Είπε ακόμα ότι «οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις βλέπουμε να έχουν πολύ μεγαλύτερη ωριμότητα στο σχεδιασμό τους. Ξέρουν τι θέλουν, ξέρουν πού στοχεύουν και έρχονται με επεξεργασμένες προτάσεις» και στάθηκε στην «ποιότητα» των επενδυτικών σχεδίων που τον κάνουν πολύ αισιόδοξο.
Χρήστος Μεγάλου: Ανάπτυξη 3-4% της ελληνικής οικονομίας
Μεταξύ 3% και 4% αναμένεται να διαμορφωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022, μετά την πρόσφατη γεωπολιτική κρίση, έναντι της προηγούμενης πρόβλεψης για 5,5%, εκτίμησε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου και σημείωσε ότι ο ρυθμός αυτός «είναι σχετικά υψηλός και υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Ο κ. Μεγάλου χαρακτήρισε το 2021 πολύ σημαντική χρονιά για την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία ενισχύοντας τα κεφάλαιά της κατά 3 δισ. ευρώ μέσω αύξησης κεφαλαίου και άλλων κινήσεων, προχώρησε «στο μεγαλύτερο σχέδιο εξυγίανσης που έχει γίνει στην Ευρώπη σε ένα μόλις έτος και μείωσε δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Όπως είπε, «ο δείκτης NPE υποχώρησε στο 12,5% από 45% το 2021 και είμαστε αισιόδοξοι ότι θα διαμορφωθεί σε μονοψήφιο επίπεδο εντός του έτους», προσθέτοντας ότι «η πρόοδος έχει αναγνωριστεί από την αγορά, τους επόπτες και τους αναλυτές».
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της οικονομίας, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς σημείωσε ότι «υπάρχει η ρευστότητα από την πλευρά των τραπεζών και υπάρχει και ζήτηση. Για πρώτη φορά το 2021, μετά από καιρό, καταγράφηκε πιστωτική επέκταση, ενώ εμείς στην Τράπεζα Πειραιώς είχαμε πέρυσι στόχο για νέες εκταμιεύσεις 5,7 δισ. ευρώ και χορηγήσαμε τελικώς 6,5 δισ. ευρώ». Επισήμανε επίσης ότι «υπάρχει αισιοδοξία για το 2022 και ότι, σε διάλογο με την αγορά και τις επιχειρήσεις, θα αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία».
Ο κ. Μεγάλου εκτίμησε ότι θα υπάρχει ενδιαφέρον από τον κλάδο του τουρισμού, για τον οποίο δεν αναμένονται αρνητικές συνέπειες από την κρίση και μάλιστα τα έσοδα ενδέχεται να φθάσουν το επίπεδο του 2019, περί τα 18 δισ. ευρώ, δίνοντας και ώθηση στην ανάπτυξη.
Ενδιαφέρον χρηματοδότησης είπε πως υπάρχει ακόμη μεταξύ άλλων, για τη βιομηχανία, τον αγροδιατροφικό τομέα, τη φαρμακοβιομηχανία και τη χαλυβουργία.
«Οι τράπεζες είναι σε θέση – έχουν και κεφάλαια και ρευστότητα – για να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, δίνοντας έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «δίνεται σημασία στη συγκέντρωση για την αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων με στόχο οι μικρότερες επιχειρήσεις να γίνουν επιλέξιμες προς χρηματοδότηση».
Σημειώνεται ότι στόχος της Τράπεζας Πειραιώς είναι για την επόμενη τριετία 2022-2024 οι νέες εκταμιεύσεις προς ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά να φθάσουν τα 18 – 20 δισ. ευρώ. Ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς χαρακτήρισε το Ταμείο Ανάκαμψης «χρυσή ευκαιρία» που δεν πρέπει να χάσει η χώρα με στόχο να αυξήσει τις άμεσες επενδύσεις από το 10% στο 19% του ΑΕΠ, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Βασίλης Ψάλτης: Ιστορική ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης
«Αποστολή της Alpha Bank είναι να βοηθήσει τους επιχειρηματίες να διαγνώσουν ποιο χρηματοδοτικό εργαλείο απαντά καλύτερα στις ανάγκες τους και να τους συνδράμει, στην πορεία ωρίμανσης και επιτυχίας των σχεδίων τους, ανταποκρινόμενη στη μεγάλη ευκαιρία που συνιστούν το ΤΑΑ, ο Αναπτυξιακός Νόμος και το νέο ΕΣΠΑ», τόνισε ο CEO του ομίλου Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης».
Πρόσθεσε: «Τόσο εγώ όσο και όλη η ομάδα στελεχών της Τράπεζας επικοινωνούμε καθημερινά με τις επιχειρήσεις της χώρας μας προκειμένου να συζητήσουμε τα επενδυτικά τους πλάνα και να σχεδιάσουμε μαζί τον βέλτιστο τρόπο να τους υποστηρίξουμε».
Η Alpha Bank αναγνώρισε την ιστορική ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης, προχωρώντας από τον Ιούνιο του 2021 στην πρώτη αναπτυξιακή ΑΜΚ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, είπε ο κ. Ψάλτης και τόνισε ότι εκτός από την καθημερινή επαφή και την παροχή συμβουλευτικής προς τους πελάτες, η Alpha Bank έχει υλοποιήσει ειδικές έρευνες για την καταγραφή των αναγκών των ΜμΕ.
Η Alpha είπε ο κ. Ψάλτης, έχει κωδικοποιήσει τα κριτήρια του RRF και τη μεθοδική υιοθέτηση μίας σειράς παραμέτρων επί του πελατειακού χαρτοφυλακίου, βάσει των οποίων εξήχθη το συμπέρασμα πως σε περίπου 1.000 επιχειρήσεις-πελάτες της Alpha Bank θα ταίριαζε η χρήση του RRF για τη χρηματοδότησή τους.
«Ήδη δρομολογούμε σημαντικές συμφωνίες» επεσήμανε, προσθέτοντας ότι «τα πρώτα projects αφορούν τον τομέα της πράσινης μετάβασης, της καινοτομίας με εξωστρέφεια και του ψηφιακού μετασχηματισμού». «
Ο CEO του Ομίλου Alpha Bank, είπε ότι η Τράπεζα θα στηρίξει την πραγματική οικονομία με όλους τους τρόπους, «όχι απλώς με δάνεια κεφαλαίου κίνησης που είναι απαραίτητα σε ένα περιβάλλον αυξημένων λειτουργικών εξόδων, αλλά και με επενδυτικά δάνεια μεγάλης διάρκειας που χρηματοδοτούν επενδύσεις με σημαντικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα».
Ο κ. Ψάλτης υπογράμμισε: «Οφείλουμε να λειτουργήσουμε περισσότερο ως σύμβουλοι παρά ως δανειστές. Εστιάζουμε στο εύλογο των υποθέσεων του εκάστοτε επενδυτικού σχεδίου και εκτελούμε αναλύσεις ευαισθησίας για να δούμε την αντοχή του αν οι συνθήκες της αγοράς χειροτερέψουν. Στην προσπάθεια αυτή, η κυβέρνηση φαίνεται ότι είναι αρωγός με τη νομοθέτηση κινήτρων για την δημιουργία συνεργασιών, συγχωνεύσεων και εξαγορών που θα οδηγήσουν σε σχήματα υψηλότερης πιστοληπτικής επιφάνειας μέσω φορολογικών και άλλων κινήτρων».
Πρόσθεσε, ότι «το 2020 και το 2021 έγιναν άλματα από τις τράπεζες, ενώ το κράτος στάθηκε αρωγός στην προσπάθειά μας απλώνοντας ένα δημοσιονομικό δίχτυ προστασίας συνολικού ύψους 40 δισ. ευρώ, στηρίζοντας τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, των εισοδημάτων των νοικοκυριών και των θέσεων απασχόλησης.