Του Γιώργου Φιντικάκη
Κρατισμός πάνω απ'' όλα, όχι στις ιδιωτικοποιήσεις. Το στίγμα αυτό είναι διάχυτο παντού στο προσχέδιο για την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική 2017-2021 που αφορά τις αποκρατικοποιήσεις και που επεξεργάστηκε η επιστημονική επιτροπή υπό τον Jan Kregel, στενό συνεργάτη του υπουργού Οικονομίας, Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Το προσχέδιο περιγράφει ένα κρατικίστικο μοντέλο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας της δεκαετίας του 1980, με «αναδόμηση» των κρατικών επιχειρήσεων (παραμονή τους δηλαδή υπό Δημόσιο έλεγχο) και όχι ιδιωτικοποίησή τους, με το επιχείρημα ότι είναι υποτιμημένες.
Εκείνο που δεν λέει το προσχέδιο είναι ότι διατήρηση των επιχειρήσεων στο Δημόσιο σημαίνει ελλιπή εποπτεία, μειωμένο έλεγχο των εταιρειών, και υστέρηση στην αναδιάρθρωσή τους, πνεύμα που ταιριάζει πολύ με τη συλλογιστική κάποιων υπουργών ότι οι 500.000 προσλήψεις τα επόμενα χρόνια μπορούν να αποτελέσουν λοκομοτίβα για την ανάπτυξη. Η ειρωνεία βέβαια είναι ότι την ίδια στιγμή το πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ με τις 19 ιδιωτικοποιήσεις περιμένει να πάρει το πράσινο φως του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ).
«Είναι συχνά προτιμότερη η προηγούμενη αναδόμηση (!) δημοσίων επιχειρήσεων, με στόχο την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους, και συνεπώς την επίτευξη υψηλότερου τιμήματος», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση. Και προτείνει ότι επειδή «το αναγκαίο διάστημα αναδόμησης- εξυγίανσης δεν είναι εκ των προτέρων σαφώς καθορισμένο, θα ήταν άστοχο να προαποφασίζεται και ο ακριβής χρόνος ιδιωτικοποίησης!».
Τι παραγνωρίζουν
Το πρώτο που παραβλέπει η συλλογιστική ότι η δημόσια κρατική περιουσία είναι υποτιμημένη, άρα δεν πρέπει και να ιδιωτικοποιηθεί, είναι πως η κυβέρνηση συνέβαλε καθοριστικά την τελευταία διετία στην απαξίωση αυτή με την πολιτική της. Το δεύτερο και κυριότερο που παραγνωρίζει το σκεπτικό αυτό είναι ότι το μεγάλο κέρδος από τις ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι αυτό καθ' εαυτόν το τίμημα, αλλά οι επενδύσεις που θα έλθουν, το κέρδος στην παραγωγικότητα και στην ανάπτυξη, αφού το κράτος δεν έχει τα χρήματα να τις κάνει. Το χαμηλό εφάπαξ τίμημα δεν αποτελεί δικαιολογία για να απεμπολεί μια κυβέρνηση το κέρδος από την ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα που θα αποκτήσει τα επόμενα χρόνια. Και συνήθως το τίμημα ωχριά μπροστά σε αυτά που θα εισπράξει το κράτος σε βάθος ετών. Στο Ελληνικό, για παράδειγμα, το τίμημα είναι μόλις 915 εκατ. ευρώ, σε βάθος ωστόσο χρόνου προβλέπονται 8 δισ. ευρώ επενδύσεις και δημιουργία 70.000 θέσεων εργασίας. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί με τον ΟΛΠ ή τον ΑΔΜΗΕ.
Φάσκει και αντιφάσκει
Η έρευνα φάσκει και αντιφάσκει. Την ίδια στιγμή που εναντιώνεται στις ιδιωτικοποιήσεις ως εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων, κάνει ειδική μνεία στην αποκρατικοποίηση των αεροδρομίων, φέρνοντάς την ως παράδειγμα επιτυχημένης αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας! «Παράδειγμα αξιοποίησης αποτελούν οι ιδιωτικοποιήσεις υποδομών (όπως των αεροδρομίων), οι οποίες μέσω των επενδύσεων που η αγοράστρια εταιρεία δεσμεύεται να κάνει, οδήγησαν σε βελτίωση της ποιότητας παροχής υπηρεσιών και στη συνέχεια σε αύξηση της δραστηριότητάς τους, με θετικό αποτέλεσμα αντίστοιχα σε κλάδους όπου η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα...», είναι η επίμαχη αναφορά.
Διαφωνεί επίσης η έκθεση με τη θέσπιση ποσοτικών στόχων για τις αποκρατικοποιήσεις, όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν αφενός «διότι δύσκολα υλοποιούνται, αφετέρου διότι ο καθορισμός συγκεκριμένου ύψους ιδιωτικοποιήσεων δημιουργεί σημαντική πίεση υλοποίησης τους, αυξάνοντας τον κίνδυνο υποτιμολόγησης».
Δηλαδή συστήνει να καταργηθεί ο στόχος για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις (6 δισ. ευρώ ως το 2018), παραβλέποντας ότι τα ποσά αυτά έχουν συνυπολογιστεί στη μείωση του χρέους, και πως σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να αντικατασταθούν από αλλού (περικοπές συντάξεων, νέοι φόροι, κλπ). Αφετέρου προτείνοντας να μείνουν όλες οι κρατικές επιχειρήσεις στο Δημόσιο, παραγνωρίζει ότι το κράτος δεν έχει όχι μόνο τα κεφάλαια, αλλά ούτε και την πολιτική βούληση για να τις αναδιαρθρώσει.