Του Γιώργου Φιντικάκη
Χρηματιστήριο που έπεσε κάτω από τις 700 μονάδες, βουτιά για μια ακόμη ημέρα στις τραπεζικές μετοχές, αποδόσεις ομολόγων που εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα Δεκεμβρίου 2017.
Σαν ηλεκτρικό ρεύμα χτυπούν τις ευαίσθητες κεραίες των αγορών τα αρνητικά νέα για την ελληνική οικονομία, το κλίμα παροχών των τελευταίων ημερών και οι προειδοποιήσεις σαν αυτή του Κερέ από την ΕΚΤ, ότι η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη δρόμο για να πείσει τους επενδυτές.
Η κυβέρνηση παρ' όλα αυτά επιμένει να κτίζει με επικοινωνιακούς όρους ψευδή αφηγήματα σύμφωνα με τα οποία, όλα θα επιστρέψουν σταδιακά στην κανονικότητα που προϋπήρχε της κρίσης.
Χαρακτηριστική η σημερινή δήλωση του Γιώργου Σταθάκη στο “Κόκκινο” για την οικονομία ότι “όλες οι ενδείξεις είναι πλέον θετικές, υπάρχει πολύ ισχυρή δημοσιονομική σταθερότητα με βιώσιμη εξέλιξη τα επόμενα χρόνια για την εξυπηρέτηση του χρέους, αποδίδουν ήδη οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, και είναι ορατά τα στοιχεία της ανάκαμψης”.
Οι αγορές, όμως, δεν πείθονται. Στο χρηματιστήριο, ο γενικός δείκτης δεν κατάφερε να κρατηθεί πάνω από τις 700 μονάδες (696,09 μονάδες με πτώση 1,99%) ενώ για μια ακόμη ημέρα, γενναία πτώση γνώρισαν οι τράπεζες. Στον Αύγουστο μόνο, δηλαδή το "μήνα της εξόδου", οι τράπεζες, ο πνεύμονας κάθε οικονομίας που θέλει να λέγεται υγιής, έχουν χάσει πάνω από το 22% της αξίας, ενώ οι απώλειες μόνο την τελευταία εβδομάδα ξεπερνούν το 14%.
Τα ίδια και χειρότερα στις αγορές ομολόγων. Στο ελληνικό δεκαετές, η απόδοση εκτινάχθηκε νωρίτερα πάνω από το 4,64% (+2,5% μέσα σε μια ημέρα!) επίπεδα που είχε να δει η χώρα από τον Δεκέμβριο του 2017, όταν αυτή κινούνταν πάνω από 5%, εξαιτίας της μεγάλης καθυστέρησης στο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και στην εκκρεμότητα της έγκρισης των προαπαιτούμενων.
Είναι η έκτη συνεχόμενη ημέρα που συμβαίνει αυτό, και παρ'' ότι στη συνέχεια η απόδοση υποχώρησε ελαφρώς (στα 4,54%) αποδίδεται αποκλειστικά στις αδυναμίες της χώρας, παρά σε μια γενικευμένη αύξηση στα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας, αφού σήμερα οι αποδόσεις στο πορτογαλικό 10ετές υποχωρούν, ενώ στο ισπανικό αυξάνονται, αλλά οριακά.
Αντίστοιχα τα spreads, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο ελληνικό 10ετές και το αντίστοιχο γερμανικό, έφτασαν ακόμη και τις 427,6 μονάδες βάσης (σ.σ. στη συνέχεια έπεσαν τελικά στις 416,2), επίπεδα που επίσης έχουν να εμφανιστούν από το 2017, και δεν συμβαδίζουν καθόλου με το πολιτικό αφήγημα της εξόδου από την κρίση, και της δυνατότητας δανεισμού με λογικά επιτόκια από τις αγορές.
Τα παραπάνω βάζουν φρένο στα σχέδια της κυβέρνησης να δοκιμάσει κάποια στιγμή φέτος έξοδο στις αγορές, οι οποίες θυμίζουν στην Ελλάδα ότι δεν αποτελεί επ'' ουδενί επενδυτική επιλογή, την ώρα που οι αναδυόμενες αγορές βρίσκονται σε κρίση.
Είναι προφανές ότι τέτοιες αποδόσεις δεν είναι ικανές να οδηγήσουν τον ΟΔΔΗΧ στην οποιαδήποτε έκδοση. Ακόμη και η απόδοση του 5ετούς έφτασε να κινείται στο 3,68%, αυξημένη κατά 4,1% σε σχέση με χθες.
Είναι πασιφανές ότι οι αγορές δεν πείθονται από δηλώσεις σαν την πρόσφατη του Πρωθυπουργού ότι «περάσαμε τον κάβο πριν χαλάσει ο καιρός στα ανοικτά». Δείχνουν με κάθε ευκαιρία στην Ελλάδα, πόσο αθωράκιστη είναι που εγκατέλειψε το ασφαλές λιμάνι των χαμηλότοκων χρηματοδοτήσεων του ESM και ξανοίχτηκε στον ωκεανό των αγορών.
Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ ότι η κατάσταση με τις αγορές δεν θα είναι πιο εύκολη από ό,τι με τους θεσμούς, και ότι η εμπιστοσύνη των επενδυτών θα βασίζεται στη συνεχιζόμενη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και στην αποφυγή των υπαναχωρήσεων.
«Η ευθύνη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και των καταθετών έχει μετατοπιστεί τώρα πλήρως στην ελληνική κυβέρνηση. Μην περιμένετε ότι θα είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών από ό,τι να πείσει τους θεσμούς», ήταν τα λόγια του Κερέ σε συνέντευξή του στην Καθημερινή.
Η σημερινή πάντως εικόνα θυμίζει τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις του ΔΝΤ στην έκθεση του Ιουλίου, το οποίο προέβλεπε πως οι αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς θα κινηθεί στο 4,5% για φέτος, και μεταξύ 5% και 6% από το 2019 έως και το 2060.
Κυβερνητικά στελέχη είχαν τότε αποκαλέσει για μια ακόμη φορά το ΔΝΤ ως «αναξιόπιστο, που έχει πέσει έξω πάρα πολλές φορές μέχρι σήμερα στις προβλέψεις του».
Όταν ωστόσο το κόστος δανεισμού μιας χώρας κινείται μεταξύ 5,5%-6%, είναι πρακτικά αδύνατο, αυτή, να απευθυνθεί στους επενδυτές, δεδομένης και της χαμηλής της ανάπτυξης.